Τρίτη, Μαρτίου 12, 2019

Ιστορίες από την Κίσσαμο. Νατάσα. Γράμμα από τη Βέροια


Του Ανδρέα Μαρολαχάκη





     «Εμείς του κλασσικού, είμαστε άτομα με λεπτά συναισθήματα! Δεν μοιάζουμε με σας του πρακτικού, που για όλα τα θέματα ζητάτε αποδείξεις». Τα είπε σχεδόν χωρίς ανάσα και μ’ ένα πάθος που με άφησε έκπληκτο. Ο διαπληκτισμός γινόταν στο προαύλιο του σχολείου, κατά τη διάρκεια του διαλείμματος. Της απάντησα με μια ειρωνική και σκωπτική διάθεση, που ίσως και να έφθανε τα όρια της προσβολής, γιατί χρησιμοποίησα εκφράσεις για το υπέρβαρο του σωματότυπού της.

     Αυτή ήταν η πρώτη μου επαφή με τη Νατάσα. Πήγαινα τότε στη Δ΄ τάξη και ακολουθούσα την πρακτική κατεύθυνση. Υπήρχε μια αντιπαλότητα ανάμεσα στους μαθητές των δυο τμημάτων, που ξεκινούσε από πολύ παλιά. Τη Νατάσα την συναντήσαμε σ’ αυτή την τάξη, αφού έχασε την χρονιά της λόγω απουσιών από ασθένεια, οπότε δεν την γνώριζα από τα προηγούμενα χρόνια. Η αρχική μας γνωριμία έγινε μάλλον με κακούς οιωνούς, καθώς και οι δυο υποστηρίζαμε με πάθος τις ασήμαντες, όπως τις βλέπω τώρα, διαφορές που μας χώριζαν και προσπαθούσαμε, σαν τους αρχαίους σοφιστές, να επιβάλλουμε την άποψή μας. Στη χειρότερη περίπτωση, θα ήμασταν ευχαριστημένοι, αν κερδίζαμε το κοινό μας, που το αποτελούσαν συνήθως συμμαθητές μας, με κάποιες εντυπώσεις, που θα έδιναν πόντους υπέρ της κάθε άποψης.


     Παρ’ όλες τις δημόσιες αντιπαραθέσεις, δεν μπορώ να πω ότι σαν άτομο μου ήταν αντιπαθητική. Το αντίθετο μάλιστα. Αν και πολλές φορές ήρθα αντιμέτωπος, με τον εκρηκτικό, θα έλεγα, χαρακτήρα της, ένιωθα μια συμπάθεια για το άτομό της. Μετά από λίγο χρονικό διάστημα, αυτή η συμπάθεια, μετατράπηκε σε φιλία και αμοιβαία εμπιστοσύνη. Πολύ σύντομα, ιδίως όταν «μετακόμισα» κι εγώ στο κλασσικό, κάναμε ένα σκληρό, κλειστό πυρήνα έξι εφτά ατόμων, από αγόρια και κορίτσια, που μαζί συζητούσαμε τις ανησυχίες μας και τα πιθανά προβλήματά μας. Μάλιστα, πολύ γρήγορα γίναμε στόχος, των υπολοίπων μαθητών του σχολείου, γιατί δεν δεχόμασταν εύκολα, άλλα μέλη στον κύκλο μας κι αυτό από μόνο του, ήταν αρκετό για φθόνο και κουτσομπολιά από πολλούς. Αυτό φυσικά δεν μας άγγιζε καθόλου και συνεχίζαμε χωρίς να δίνουμε σημασία σ’ ό,τι κι αν έλεγαν, σ’ ό,τι κι αν υπονοούσαν οι συμμαθητές μας. Απ’ την παρέα μας ξεκινούσε κάθε πρωτοβουλία, για ανατρεπτικές αποφάσεις, εναντίον του κατεστημένου της συντήρησης, που επικρατούσε στο σχολείο μας.

     Η Νατάσα πρωτοστατούσε σε όλα και μερικές φορές μας ξεπερνούσε, με τις ιδέες της και την απίστευτη ενέργεια που εξέπεμπε. Αυτή η ενέργεια ήταν μεταδοτική και μας παρέσερνε όλους ανεξαιρέτως. Δεν νοιαζόταν για το τι θα πουν γι αυτήν μαθητές ή καθηγητές και δεν δίσταζε να πει τη γνώμη της, ακόμη κι αν όλα ήταν εναντίον της. Το υπέρβαρο του σωματότυπού της, παρ’ όλο που πολλές φορές γινόταν αντικείμενο ειρωνικών σχολίων από πολλούς, αυτή το ξεπερνούσε χαμογελώντας. Μάλιστα την άκουσα αρκετές φορές, να αυτοσαρκάζεται και να ειρωνεύεται την κατάστασή της, με πολύ σκληρότερα λόγια απ’ ότι οι άλλοι. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα να σταματήσουν οι ειρωνείες και να την αποδεχθούν όλοι όπως ήταν.


     Θυμάμαι στις αποφάσεις που πήραμε, για τις εκδρομές που κάναμε μόνοι μας, χωρίς την έγκριση των καθηγητών. Αυτή πρωτοστατούσε και μας παρέσερνε να φτάσουμε το θέμα στα άκρα. Χλεύαζε τα κορίτσια που δίσταζαν να μας ακολουθήσουν και τα ανάγκαζε, όσο ήταν δυνατό, να συμφωνήσουν μαζί μας. Όταν τέθηκε θέμα νομιμοποίησης της εκδρομής, ίσως γιατί δεν θα είχαμε κανένα ενήλικα μαζί μας, πίεσε τη μητέρα της να μας συνοδεύσει και μάλιστα την έβαλε να μαγειρέψει, αρκετά απ’ τα κρητικά φαγητά που απολαύσαμε στην εκδρομή μας. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα, να έρθουν αρκετές κοπελιές στην εκδρομή μας, γιατί η παρουσία της μητέρας της, έδινε μια κάποια σοβαρότητα στην εκδήλωσή μας.

     Σε κάποιες εξετάσεις, πίεσε τον Γιάννη, που ήταν παντελώς αδιάφορος με τα μαθήματα και τις βαθμολογίες, να στρωθεί στο διάβασμα. Αυτή σε κάποια μαθήματα ήταν ιδιαίτερα χαρισματική κι ανέλαβε να τον προγυμνάσει. Έτσι κανόνισαν να διαβάζουν μαζί στο σπίτι της γιαγιάς της, που ήταν πολύ κοντά στο πατρικό του Γιάννη. Κάθε μέρα, αφιέρωναν πολύ χρόνο μαζί, στην τραπεζαρία του σπιτιού, υπό την άγρυπνη παρακολούθηση της γιαγιάς της, η οποία μπορεί να μην άκουγε καλά, αλλά τα μάτια της ήταν αεικίνητα. Οι υπόλοιποι της παρέας, δυσπιστούσαμε για την αποτελεσματικότητα αυτής της προσπάθειας, αλλά κατά περίεργο τρόπο, φαινόταν πως ο φίλος μας, είχε στρωθεί στο διάβασμα, γιατί τον είχαμε χάσει απ’ την παρέα μας.


     Κατά τη διάρκεια των γραπτών εξετάσεων, βγαίνοντας από την αίθουσα, όταν τον ρωτούσαμε πως έγραψε, αυτός ανασήκωνε τους ώμους του κι απαντούσε με την χαρακτηριστική του απάθεια:

     «Δε κατέω ήντα έγραψα, πάντως γιόμισα καμπόσες σελίδες». Άλλες φορές όταν του έκανε κάποιος την ερώτηση:

     «Πως έγραψες ρε Γιάννη;»

     Αυτός απαντούσε με απίστευτη σοβαρότητα:

     «’Οη, δεν έγραψα, ΑΝΤΕΓΡΑΨΑ» έλεγε με έμφαση και μας άφηνε άφωνους.

     Όταν βγήκαν τα αποτελέσματα των εξετάσεων, δεν μας παραξένεψε καθόλου η βουτιά του Γιάννη, σε αρκετά μαθήματα. Εκείνο που μας εξέπληξε ήταν ότι και η φίλη μας δεν τα πήγε καλά σε κάποια μαθήματα, ενώ ήταν «αητός» σ’ αυτά. Αργότερα απ’ την μητέρα της μάθαμε, πως οι δυο τους είχαν καταναλώσει, όλα τα μπουκάλια με το ουίσκι, που υπήρχαν στο σπίτι της γιαγιάς και το χειρότερο, άρχισε να καπνίζει η Νατάσα. Ο αθεόφοβος ο Γιάννης, αντί να στρωθεί στο διάβασμα και να εκμεταλλευτεί την ευκαιρία που του παρουσιάστηκε, μύησε την κακομοίρα τη Νατάσα στο αλκοόλ και τα τσιγάρα.

     Εκείνη την εποχή, αποστασιοποιήθηκα κάπως από την «παλιοπαρέα», καθώς έψαχνα κάτι, που στην ουσία δεν τολμούσα να βρω. Αυτό το γεγονός, μου δημιούργησε κάποια κενά, στις σχέσεις μου με τους υπόλοιπους και τους έβλεπα να μ’ αντιμετωπίζουν τουλάχιστον μ’ επιφυλακτικότητα, αν όχι με δυσπιστία. Παρ’ όλο που γενικά δεν ήμουν περίεργος, όσες φορές ρώτησα να μάθω για κάποιες εξελίξεις, που έβλεπα να διαδραματίζονται ανάμεσα στους συμμαθητές μου, έπαιρνα αόριστες, μονολεκτικές ή ακόμη και αρνητικές απαντήσεις. Κατάλαβα ότι είχα χάσει την εμπιστοσύνη τους κι αναρωτιόμουν για ποιο λόγο έγινε αυτό. Γεγονός είναι πάντως ότι, επειδή το μυαλό μου ήταν κολλημένο αλλού, δεν έδωσα την πρέπουσα προσοχή, σ’ ό,τι διαδραματιζόταν στο τμήμα μου. Αρκέστηκα να τους παρακολουθώ από απόσταση και να βγάζω τα δικά μου συμπεράσματα, τα οποία όμως κρατούσα αυστηρά για τον εαυτό μου. Φυσικά τα δρώμενα εντός και εκτός της αίθουσας, συνέχιζαν να απασχολούν την παρέα. Ήταν όμως μερικά θέματα που τα αγνοούσα και κανείς δεν φρόντιζε να με ενημερώσει γι αυτά.

     Πολλές φορές, καθηγητές, την έβγαζαν από την αίθουσα, σαν τιμωρία, γιατί αυθαδίαζε, παίρνοντας το μέρος συμμαθητών που, κατά την γνώμη της, αδικούσε κάποιος καθηγητής. Αυτό μπορεί να την ανέβαζε στα μάτια μας, αλλά συγχρόνως σταδιακά την περιθωριοποιούσε, αφού έμενε μακριά απ’ το club «των καλών μαθητών», στα μάτια όλων καθηγητών. Αυτό ήταν το λιγότερο που την ενδιέφερε. Δεν έδινε δεκάρα για τη γνώμη των άλλων κι έκανε αυτό που νόμιζε, χωρίς να νοιάζεται για το πώς θα σκεφτούν. Αυτό βέβαια, είχε και το ανάλογο κόστος, που τελικά το πλήρωσε, μένοντας μετεξεταστέα σ’ ένα μάθημα. Δυστυχώς δεν θυμάμαι σε ποιο. Έτσι αναγκαστικά την συνάντησα και τον επόμενο Σεπτέμβριο, μαζί με τ’ άλλα «λουλούδια» της τάξης. Μαζί μας ήταν και οι δύο «πρωταθλητές» του είδους, ο Γιάννης και η Κατίνα, που είχαν αποτύχει, ο ένας σε δώδεκα μαθήματα και η άλλη σε δέκα. Το εκπληκτικό σ’ όλη την υπόθεση ήταν, ότι η Κατίνα κατάφερε και πέρασε όλα τα μαθήματα, ενώ ο Γιάννης τα δέκα από τα δώδεκα. Για μένα ήταν μεγάλη επιτυχία και των δύο, αν και ο φίλος μου δεν το είδε έτσι και παρεκτράπηκε. Στεναχωρήθηκε κι όλη την ημέρα έπινε. Ευτυχώς τον αντιλήφθηκα έγκαιρα και τον πήγα στο σπίτι του, όπου η κυρία Αντωνία, φρόντισε να τον κρατήσει μέσα, μέχρι να ξεμεθύσει.

     Το ίδιο βράδυ, η φίλη μας η Κατίνα, μας κάλεσε, για την ακρίβεια την αναγκάσαμε να μας καλέσει, στο σπίτι της, στον Πλάτανο, για να γιορτάσουμε την επιτυχία της. Φυσικά, μου ζήτησε επίμονα, να πάρω μαζί μας και τον Σπύρο, τον έρωτά της. Χωρίς καμιά προετοιμασία και κυρίως χωρίς να ενημερώσει τους γονείς της, μας κάλεσε και τύχαμε μιας απίστευτα απίθανης φιλοξενίας. Μ' εντυπωσίασε η ευγένεια του πατέρα της κι η προθυμία της μητέρας της, να μας ευχαριστήσει. Είχαμε μαζευτεί σ’ ελάχιστο χρόνο, όλη η παλιοπαρέα του κλασσικού, με εξαίρεση τον Γιάννη, και ως συνήθως το κάψαμε. Δεν θα περιγράψω τις ετοιμασίες, τα φαγητά και την οινοποσία, γιατί θα καταντήσω κουραστικός. Απλά θα πω, ότι ξεπέρασαν κάθε προηγούμενο, σε ποσότητα και σε ένταση. Εγώ, κάνοντας μια απίστευτη υπέρβαση, ήμουν εγκρατής και παρ’ όλες τις παραινέσεις όλων δεν ήπια παρά ελάχιστα.

     Εκεί, με μεγάλη μου έκπληξη, ανακάλυψα ένα άλλο πρόσωπο της ευτραφούς φίλης μας. Αφού κατανάλωσε απίστευτα μεγάλη ποσότητα αλκοόλ, μέθυσε κι άρχισε εκτός εαυτού να κάνει διάφορες τρέλες. Όλοι μας αισθανθήκαμε ένοχοι, για αυτό το γεγονόςΠερισσότερο απ’ όλους εγώ ένιωθα απαίσια, γιατί ντρεπόμουν τον πατέρα της Κατίνας. Ανέλαβα πρωτοβουλία, οδήγησα τη φίλη μας σε μια μικρή κουζίνα, που είχε η οικογένεια που μας φιλοξενούσε, έξω απ’ το κυρίως σπίτι και, με τη βοήθεια της νοικοκυράς, της έδινα με το ζόρι πικρό καφέ με λεμόνι. Μου είχαν πει, πως αυτό ήταν αποτελεσματικό σε περίπτωση μέθης. Δεν ξέρω αν ήταν αναποτελεσματικό αυτό το γιατροσόφι ή η Νατάσα είχε πιεί τόσο πολύ, που δεν είχε επάνω της ισχύ. Πάντως συνέχισε τις τρέλες, σε πιο ήπιο τόνο όμως. Αυτό  μάς ανάγκασε, προς λύπη της Κατίνας, να αποχωρήσουμε απ’ το γλέντι, ζητώντας συγνώμη για τη συμπεριφορά της φίλης μας. Την επομένη την συνάντησα νηφάλια και συντετριμμένη, στην κεντρική πλατεία και με ρωτούσε να της πω λεπτομέρειες, απ’ τα κατορθώματά της. Φυσικά απέφυγα να της πω οτιδήποτε, γιατί έβλεπα ότι ήδη είχε στεναχωρηθεί αρκετά.

     Χαθήκαμε!

     Μετά από τριάντα χρόνια και με πρωτοβουλία και πολλή δουλειά απ’ τον Γιάννη, κανονίσαμε συγκέντρωση της τάξης. Η συνάντηση έγινε στο παλιό μας σχολείο, στην ίδια αίθουσα που αποφοιτήσαμε. Στο προαύλιο έπαθα σοκ. Πλησίασα τη Νατάσα, της μίλησα, αλλά αυτή δεν με γνώρισε. Με λύπη διαπίστωσα, πως ήταν σχεδόν τυφλή. Ο διαβήτης είχε καταστρέψει σε μεγάλο βαθμό την όρασή της. Απ’ ό,τι μου είπε αργότερα, παρ’ όλο που φόραγε  γυαλιά με  απίστευτα χοντρούς φακούς, το μόνο που κατάφερνε να βλέπει, ήταν ακαθόριστες σκιές. Μας ζήτησε να μη συζητάμε το πρόβλημά της και να της φερόμαστε φυσιολογικά. Πράγμα που όλοι μας σεβαστήκαμε. Το ίδιο βράδυ, στο τραπέζι που κάναμε σε μαγαζί κοντά στο τελωνείο, είδα κάποια στιγμή τον Λευτέρη Α. και τη Νατάσα, να έχουν στη μέση τον δεκαπεντάχρονο τότε γιό μου και να του ψιθυρίζουν για πολλή ώρα στο αυτί. Δεν ξέρω τι του έλεγαν, γιατί όσες φορές τους πλησίασα σταματούσαν το κουβεντολόι επιδεικτικά και το συνέχιζαν μόλις απομακρυνόμουν.  Γεγονός είναι όμως, πως κάποια στιγμή ο γιός μου, με κοίταξε επιτιμητικά και με άφησε άναυδο, όταν μου είπε: «Ντρέπομαι για λογαριασμό  σου, μ’ αυτά που έκανες στα νιάτα σου»! Ποτέ δεν έμαθα τι στο καλό του είπαν. Αλλά η συγκίνηση της βραδιάς και η χαρά που μετά από τριάντα χρόνια, είδα ξανά τους φίλους και συμμαθητές μου, δεν μου άφησαν περιθώρια να ερευνήσω το γεγονός.

     Μετά από κείνη την πρώτη συνάντηση, πάλι με πρωτοβουλία του Γιάννη, κανονίσαμε και συναντιόμασταν κάθε χρόνο, το πρώτο Σάββατο του Αυγούστου. Τον δεύτερο χρόνο ήρθαν ακόμη περισσότεροι συμμαθητές, αλλά όσο περνούσαν τα επόμενα χρόνια, το γεγονός ξέφτιζε και στο τέλος ατόνησε, μέχρι που έσβησε. Αυτές οι συναντήσεις όμως, είχαν σαν συνέπεια να συνδεθούμε μερικοί παλιοί φίλοι και να βρισκόμαστε σε ανύποπτο χρόνο. Γνώρισα τον άντρα της Νατάσας, τον Νίκο, που σε απίστευτα ελάχιστο χρόνο, έγινε φίλος μας. Συναντιόμασταν τακτικά στην Αθήνα, όπου βρισκόμουν πολύ τακτικά, για δουλειές και ήμουν τακτικός επισκέπτης του σπιτιού τους. Αξέχαστη θα μου μείνει η εκδρομή, που κάναμε στον Αποκόρωνα, ιδιαίτερη πατρίδα του Νίκου, όπου γνώρισα μια άλλη Κρήτη. Η ζωή της Νατάσας ακολουθούσε την ίδια ροή. Με μια απίστευτη ξεροκεφαλιά, δεν έδινε σημασία στους κανόνες υγιεινής διατροφής. Ο διαβήτης συνέχιζε να την πολιορκεί κι αυτή απτόητη να τον κοροϊδεύει. Συνέχιζε καθημερινά να πηγαίνει στη δουλειά της, παρ’ όλα τα προβλήματα που την ακολουθούσαν.

     Μέχρι που μια μέρα ο Νίκος, έντρομος, μού τηλεφώνησε πως δεν μπορούσε να βρει θάλαμο εντατικής για τη γυναίκα του. Όλοι οι φίλοι ψάξαμε και τελικά καταφέραμε να βρούμε το αναγκαίο γι αυτή κρεβάτι. Την επισκεφτήκαμε πολλές φορές στο «Ερρίκος Ντυνάν», στην πτέρυγα εντατικής παρακολούθησης. Στις αρχές επικοινωνούσε με τα μεγάλα της εκφραστικά μάτια. Δεν ξέρω αν μας έβλεπε, αλλά στις ερωτήσεις μας, τα μάτια της απαντούσαν. Για μια ακόμη φορά, δεν έδινε δεκάρα για τίποτα. Αντίθετα ο Νίκος, ήταν τρομαγμένος κι ανησυχούσε για την πορεία της υγείας της. Ο Γιάννης, που ήρθε ειδικά γι αυτή από την Κρήτη, κι εγώ, προσπαθούσαμε να δώσουμε κουράγιο στον άντρα της, γιατί βλέπαμε ότι αυτή δεν είχε ανάγκη από παρήγορα λόγια. Σε μια στιγμή υπεραισιοδοξίας και χωρίς να το σκεφτώ ιδιαίτερα είπα στον Νίκο με το ανάλογο ύφος:

     «Μη στενοχωριέσαι η Νατάσα θα γίνει καλά! Για να φύγει πρέπει να υπογράψω εγώ… κι αυτό δεν πρόκειται να το κάνω». Αυτό φάνηκε να καθησυχάζει αρχικά τον Νίκο. Σε λίγες μέρες βγήκε απ’ την εντατική και μετακόμισε σε κανονικό θάλαμο. Την επισκεπτόμασταν κατά παρέες πλέον και καλαμπουρίζαμε μαζί της. Ο Γιάννης κάθε Σαββατοκύριακο ερχόταν απ’ την Κρήτη. Έμενε με την Νατάσα αρκετή ώρα, κουβέντιαζαν κι έκαναν σχέδια για εξορμήσεις.

     «Άντε να γίνεις καλά», της έλεγε, «να πάμε το καλοκαίρι στον τρύγο, να πατήσουμε τα σταφύλια στο πατρικό μου πατητήρι και μετά να στρωθούμε στο γλέντι όπως παλιά».

     Αυτή τον άκουγε και τα μάτια της έλαμπαν. Με συρτή βραχνή φωνή του απαντούσε:

     «Θα έρθουμε με τον Νίκο, μην ξεχάσεις να ειδοποιήσεις τον Αντρέα, τον Σπύρο με την Κατίνα και τ’ άλλα παιδιά. Θα το κάψουμε όπως παλιά, Γιάννη». Μετά από τόσα ζόρια που είχε περάσει, ήταν μια αστείρευτη πηγή χιούμορ κι οι ατάκες που έλεγε για τη ζωή, μας άφηναν άφωνους. Είχαμε πειστεί πλέον, ότι τα χειρότερα είχαν περάσει. Ήδη μετρούσε τις μέρες για να βγει απ’ το νοσοκομείο κι έκανε όνειρα για τραπεζώματα κι εκδρομές. Κάθε Παρασκευή ρωτούσε τον άνδρα της με αγωνία: «Ήρθε ο Γιάννης;»

     Μετά από τρεις βδομάδες περίπου, είχε κάνει τραχειοτομή και δεν μπορούσε να μας μιλήσει. Ανοιγοκλείνοντας τα χείλη και με μια απίστευτη παντομίμα του είπε: « Εγώ στον τρύγο δεν θα έρθω. Δεν προλαβαίνω. Εσείς όμως να πάτε σαν να είμαι κι εγώ μαζί σας». Ο Γιάννης έμεινε για μια στιγμή τελείως άφωνος μπροστά σ’ αυτή την απαξίωση του θανάτου. Επιστρατεύοντας το λιγοστό κουράγιο που του απέμενε, της απάντησε: «Δεν θα πάθεις τίποτα, θα είσαι μαζί μας στον τρύγο». Αυτή, κουρασμένη από τη συζήτηση, δεν μπήκε στον κόπο να του απαντήσει, απλά σήκωσε τον δείκτη του δεξιού της χεριού και με μια οριστική παντομίμα του έγνεψε αρνητικά. Παρ’ όλα αυτά, εμείς ελπίζαμε ότι θα ξεπερνούσε όλα τα προβλήματα και θα ήταν μαζί μας.

     Ώσπου μια μέρα, έλαβα ένα τηλεφώνημα απ’ τον Νίκο, που μου είπε με θυμωμένη βραχνή φωνή: «Υπέγραψες άτιμε! Γιατί υπέγραψες;» και μου έκλεισε το τηλέφωνο. Στα επίμονα τηλεφωνήματά μου δεν μού απαντούσε. Επικοινώνησα με τον Γιάννη κι έμαθα λεπτομέρειες. Η Νατάσα έφυγε από ενδονοσοκομειακή λοίμωξη. Όχι ότι είχε σημασία για μας η αιτία. Στον τρύγο τελικά, όπως το πρόβλεψε, δεν ήρθε, αλλά ούτε κι εμείς πήγαμε.

     Η κηδεία της έγινε στην Αθήνα. Για μένα ήταν μια απ’ τις πιο φρικτές εμπειρίες της ζωής μου. Μαζευτήκαμε πιο πολλοί φίλοι και συμμαθητές, απ’ όσοι στις ετήσιες συγκεντρώσεις. Κανείς μας δεν είχε διάθεση να μιλήσει. Όλοι μας βουβοί, παρακολουθούσαμε την τελετή, που την διέκοπτε ο σπαρακτικός θρήνος του Νίκου. Συνειρμικά έρχονταν, αποσπασματικά και χωρίς καμία συνοχή, στο μυαλό μου, διάφορες σκηνές απ’ τη ζωή μας, στο σχολείο κι όχι μόνο. Πάνω που σκεπτόμουν ότι έφυγε άδικα, εξ αιτίας της ξεροκεφαλιάς της, σε συνδυασμό με την απροσεξία της, έβλεπα το πρόσωπό της να μου χαμογελάει κοροϊδευτικά κι αμέσως καταλάβαινα πως έζησε όπως γούσταρε.

     Μετά από σαράντα μέρες, στο μνημόσυνό της, πλησίασα το μνήμα της και διάβασα το απόσπασμα απ’ τον «Ερωτόκριτο», που είχαν σκαλίσει στο μάρμαρο.

«…όπου κι αν πάω κι αν σταθώ και τον καιρό που ζήσω
τάζω σου άλλη να μη δω ούτε άλλη να αγαπήσω
κι ας τάξω ο κακορίζικος πως δε σ’ είδα ποτέ μου
ένα κερί αυτούμενο εκράτουν κι έσβησε μου
κι ας τάξω πως επιάστηκα απού μιας γυναίκας τρίχα
κι έσπασε η τρίχα κι έχασα στον κόσμο ότι κι αν είχα…»

     Ένα χρόνο μετά, ο Νίκος, σε συνεργασία με τον δήμο Αργυρούπολης, έκαναν προς τιμή της εκδήλωση στο αμφιθέατρο «Μίκης Θεοδωράκης», καθώς η Νατάσα ήταν υπεύθυνη, όλων των παιδικών σταθμών της Αργυρούπολης. Κεντρικός ομιλητής, ήταν φυσικά ο Γιάννης. Στο πλήθος κόσμου που είχε γεμίσει τον χώρο, μοιράστηκε το βιβλίο που είχε γράψει η ίδια, σχετικά με την Κρητική διατροφή.

     Συνέχισα κι εγώ και ο Γιάννης, να έχουμε σχέσεις με το Νίκο, αλλά χωρίς την Νατάσα δεν ήταν το ίδιο.

από sendmealetter007.blogspot.com

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Το ιστολόγιο είναι ανοιχτό σε οποιονδήποτε σχολιασμό, αρκεί να μην είναι απρεπής. Τα αισχρόλογα θα διαγράφονται άμεσα.