(Από το βιβλίο: <<ΟΙ 147 ΠΟΛΕΙΣ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΚΡΗΤΗΣ>>).
Πολυρρηνία, η Στη θέση του σημερινού χωριού Πολυρρήνια Κισάμου, 6 χιλ. νοτίως από το Καστέλι Κυσάμου, όπου ήταν το λιμάνι της.
Πολυρρήνια, η (κατά τον Πτολεμαίο) η Πολυρρήνη (κατά τον Στ. Βυζ.) ή Πολυρρήνιον, το (κατά τον Πλίνιο). Πόλη της δυτικής Κρήτης. Ιδρύθηκε κατα την παράδοση από Αχαιούς και Λακωνές άποικους στα τέλη της 2ης χιλιετίας ή κατά τον 8ο αιώνα π.Χ. Τα παλαιότερα πάντως ίχνη κατοίκησης στην περιοχή της χρονολογούνται στον 11ο π.Χ. αιώνα. Οι κάτοικοι της περιοχής ώκουν κωμηδόν, όπως αναφέρει ο Στράβων (Β, 10), δηλαδή σε μικρές κώμες-οικισμούς. <<Κωμηδόν δ΄ώκουν πρότερον. Είτ΄Αχαιοί και Λάκωνες συνώκησαν τειχίσαντες ερυμνόν χωρίον βλέπον προς μεσημβρίαν>> (Στράβων, Χ, 479). Η πόλη άκμασε ιδιαίτερα κατά τους κλασικούς χρόνους, ως ισχυρό πολιτικό κέντρο και διέθετε δύο θαυμάσια λιμάνια, τον Κίσσαμο και τη Φαλασαρνα. Κατά το Χρεμωνίδειο Πόλεμο πήρε το μέρος της Σπάρτης και κατά τους αγώνες μεταξύ Λύκτου και Κνωσού υποστήριξε σταθερά την πρώτη. Από το 201π.Χ. άρχισε να υποστηρίζει τη Ρώμη από αντίδραση προς τη γειτονική της Κυδωνία και μάλιστα ανήγειραν ανδριάντα στον κατακτητή της Κρήτης Κόιντο Καικίλιο Μέτελλο, του οποίου σώζεται η βάση και η επιγραφή, όπου αποκαλείται σωτήρας και ευερ΄γετης της πόλης. Κόιντον Καικίλιον Μέτελλον αυτοκράτορα, τον εαυτής σωτήρα και ευεργέτην α πόλις. Για το λόγο αυτό γνώρισε ιδιαίτερη άνθηση μέχρι και τον 2ο μ.Χ. αιώνα, έκοψε δε και νομίσματα με το έμβλημά της, το βουκράνιο. Και η Πολυρρήνια συμμετείχε στη συμμαχία των Κρητικών πόλεων με τον Ευμένη Β’ της Περγάμου το 170 π.Χ. Επίσης είχε υπογράψει τη συνθήκησυμμαχίας με την Τεώ της Ιωνίας το 193 π.Χ.
Μετά τον 3ο αιώνα δεν υπάρχουν πληροφορίες για αυτήν. Την βρίσκουμε όμως και πάλι κατά τον 10ο αιώνα ως σημαντική βυζαντινή πολιτεία. Τα ερείπια της Πολυρρήνιας βρέθηκαν κοντά στο σημερινό χωριό Πολυρρήνια. Στην κορυφή του υψώματος ήταν η ακρόπολή της σε σχήμα Τ, από όπου η θέα ήταν απέραντη, από το Κρητικό μέχρι το Λιβυκό πέλαγος, όπου εκτείνονταν οι κ΄τησεις της. Πολυρρήνια διήκει από βορέου προς νότον, ανφέρει ο Σκύλαξ (Περίπλους XLVII). Από τις ελληνιστικές οχυρώσεις της ελάχιστα ίχνη είναι ορατά, γιατί τα τείχη της ανακατασκευάστηκαν από τους Βυζαντινούς. Σώζονται δύο υδραγωγεία, σκαμμένα στον βράχο και κοντά σε αυτά σπήλαιο αφιερωμένο στις Νύμφες, το οποίο σήμερα λέγεται περιστερόσπηλιος. Μέσα από μια τρύπα του σπηλαίου βγαίνει ζεστός αέρας, η Ζέστα, όπως την αποκαλούν οι σημερινοί Πολυρρήνιοι. Στο βράχο είναι λαξευμένοι πολλοί τάφοι. Βρέθηκαν επίσης θεμέλια οικιών και άλλων οικοδομημάτων, που χαρακτηρίστηκαν ως ναοί, τάφοι, καθώς και πολυάριθμες επιγραφές. Οι πληροφορίες από τις επιγραφές φθάνουν μέχρι τον 4ο αιώνα π.Χ. Συνθήκη με τη Φαλάσαρνα και τη Λακεδαίμονα του τέλους του 4ου π.Χ. αιώνα βρέθηκε στο ναό της Δικτύννης. Μια άλλη επιγραφή εντοιχισμένη σήμερα στο ναό των Αγίων Πατέρων, που κτίστηκε με υλικά αρχαίων ελληνικών ναών, κάνει λόγο για αφιέρωση αγάλματος του βασιλιά της Λακεδαίμονος Άρεως στο ιερό το 272 π.Χ. Στην ίδια εκκλησία άλλη εντοιχισμένη επιγραφή του 189 π.Χ. αναφέρει ότι οι Πολυρρήνιοι τίμησαν τον Γναίον Κορνήλιο Σκυπίωνα. Άλλη του 62 π.Χ. αναφέρει την αφιέρωση στον Κόιντο Καικίλιο Μέτελλο. Στην κορυφή του υψώματος, στη σημερινή θέση Χαλκοκκλησιά ήταν ναός της Δικτύννης Αρτέμιδος, της κρητικής θεότητας Βριτομάρτιδος… pqor esp—qam dΑloqoi to΄r Judymi‚tair Pokuqqmioi paqωo΄r esti to tgr DijtΙmgr ieqΑm. (Στράβων Χ,479). Οι Πολυρρήνιοι λάτρευαν τη Δίκτυννα, τον κρητογενή Δία και την Αθηνά με περικεφαλαία και δόρυ, που μαρτυρεί τον πολεμικό χαρακτήρα τους, που χάρη σε αυτό έγινε η σπουδαιότερη πόλη της Δυτικής Κρήτης, μετά την Κυδωνία. Τους αρχαιότερους χρόνους δεν είχε μεγάλη σπουδαιότητα. Τότε κυριαρχούσε η Κυδωνία.
Πριν από το 220 π.Χ. όταν η Κνωσός και η Γόρτυνα είχαν συμμαχήσει και είχαν υποτάξει όλη σχεδόν την Κρήτη, η Πολυρρήνια αποσπάστηκε από τη συμμαχία τους και συμμάχησε με τη Λύττο και με το βασιλιά της Λακεδαίμονας Φίλιππο Ε’, ο οποίος τους έστειλε στρατιωτική βοήθεια, για να πολιορκήσουν την Κυδωνία, την Άπτερα και την Ελεύθερνα και τις ανάγκασαν να αφήσουν τη συμμαχία με την Κνωσσό. Οι κάτοικοί της ήταν κυρίως κτηνοτρόφοι με πολλά ρήν(ε)α (πρόβατα), όπως δείχνει και το όνομά της. Στην Πολυρρήνια υπήρχε ιερό όπου γίνονταν θυσίες. Ο Αγαμέμνων επιστρέφοντας από την Τροία πέρασε από την Πολυρρήνια για να προσφέρει θυσία, αλλά πριν τελειώσει πληροφορήθηκε, ότι οι αιχμάλωτοι του έκαψαν τα πλοία και αναγκάστηκε να φύγει αφήνοντας μισοτελειωμένη τη θυσία (Ζηνόβιος, Φ, 50). Από τότε, όταν γίνεται ταραχώδης θυσία, λέγεται κρητική θυσία.
Η Πολυρρήνια είχε εκδόσει κατά τη διάρκεια της ακμής της ως ανεξάρτητη και ελεύθερη πόλη πολλά νομίσματα. Τα περισσότερα έφεραν κεφαλή του Δία στεφανωμένη και πίσω κεφαλή ταύρου και τη λέξη ΠΟΛΥΡΗΝΙΟΝ, η κεφαλή της Ήρας με στέφανο. Άλλα έχουν την κεφαλή της Αρτέμιδος ή της Αθηνάς και το Βάκχο με κέρατα του 5ου αιώνα. Νεότερα παριστάνουν κεφαλή ανδρός με φαρέτρα και γυναίκα καθισμένη σε θρόνο. Νομίσματα της ρωμαϊκής εποχής έχουν την κεφαλή του Αυγούστου στεφανωμένη με ακτινωτό στέφανο. Μερικά από αυτά είναι στο Μουσείο Χανίων.
<<Η Πολυρρηνία είναι πόλη της Κρήτης και λέγεται έτσι επειδή έχει πολλά ρήνεα, δηλαδή πρόβατα. Ο πολίτης λέγεται Πολυρρήνιος>>. (Στ.Βυζ.).
Πραισός, η. Βαβέλοι – Νέα Πραισός Σητείας. Ελέγετο και Πράσος και Πραισία και Παραισός (Στ. Βυζ.- Θεοφρ. 2,2,10, Αθήν. 9,376).
Πραισός. Αρχαία πόλη στην ανατολική εσχατιά της Κρήτης σε απόσταση 10 χιλιομέτρων περίπου νότια της Σητείας, κοντά στο χωριό Βάβελοι – Νέα Πραισός. Καταλάμβανε την περιοχή που εκτείνεται μεταξύ των δύο βραχιόνων Καλαμαύκι (Ζου) και Πεντέλη του σημερινού ποταμού Στόμιου (αρχαίου Διδύμου. Για αυτό και ο κόλπος της Σητείας λεγόταν παλιά Δίδυμος). Ο κεντρικός οικισμός είχε χτιστεί επάνω σε τρείς λόφους – ακροπόλεις και στο μεταξύ τους μικρό οροπέδιο. Εξουσίαζε ολόκληρο το κεντρικό τμήμα της χερσονήσου Σητείας από τα βόρεια ως τα νότια παράλια, σύμφωνα με μαρτυρία του αρχαίου γεωγράφου Σκύλακα του Καρυανδέα: <> (Περίπλους 47). Είχε δύο λιμάνια, την Ητεία στο Κρητικό και τις Στήλες στο Λιβυκό πέλαγος. Το πολίτευμα της ελληνικής γεωμετρικής Πραισού ήταν δημοκρατικό, με όργανα τους κόσμους, τη γερουσία και την εκκλησία του δήμου. Ως αυτόνομη πόλη είχε κόψει νομίσματα, από τα οποία είναι γνωστά 50 είδη. Στα περισσότερα παριστάνεται ο Ηρακλής τοξότης, ο Δίας νήπιο που θηλάζει αγελάδα, ο Δίας ένθρονος, ο Απόλλων, η Δήμητρα, κεφαλή βοδιού, αίγαγρος και αναγράφεται η λέξη <<ΠΡΑΙΣΙΩΝ>>. Τα ερείπιά της καλύπτουν μια εκτεταμένη χρονική περίοδο, που αρχίζει από τα νεολιθικά χρόνια και τελειώνει στο τέλος της ελληνιστικής περιόδου, (144 π.Χ.), οπότε οι κάτοικοι της γειτονικής πόλης, Ιεράπυτνα, που ήταν δωρικής καταγωγής, <<κατέσκαψαν την Πραισόν>>, όπως μας βεβαιώνει ο Στράβων. Πριν την καταστροφή της από τους Ιεραπυτνίους, είχε κατακτήσει τη Δραγμό και επιτέθηκε κατά της Ιτάνου, αλλά δε μπόρεσε να την καταλάβει, διότι την προστάτευε ο Πτολεμαίος ο Φιλομήτωρ μέχρι το 146 π.Χ. Αργότερα χτίστηκε στον ίδιο χώρο ένας άσημος οικισμός, οι Πρασοί, που στην ενετική απογραφή του 1577 (Φοσκαρίνι) παρουσιάζεται με 127 κατοίκους. Η διάρκεια της ζωής του ήταν πάντως περιορισμένη αφού στην τούρκικη απογραφή του 1671 δεν αναφέρεται.
Ο οικισμός γνώρισε ιδιαίτερη άνθηση κατάτους γεωμετρικούς και τους αρχαϊκούς χρόνους. Στην περίοδο αυτή χρονολογούνται και τα λείψανα ιερού που λειτούργησε συνεχώς από τον 8ο μέχρι τον 5ο π.Χ. αιώνα, πάνω στον απόκρημνο λόφο του οποίου η κορυφή αποτελεί επίπεδο 50Χ60μ. Που είναι προσιτό μόνο από τη βορινή πλευρά του, που και αυτή ήταν κλεισμένη με τείχος. Στον ιερό αυτό αποκαλύφθηκαν βωμός από χώμα, που τον περιτριγύριζε ένας περίβολος τέμενος και ένας αποθέτης που περιείχε πήλινα αρχιτεκτονικά γλυπτά, χάλκινα και πήλινα σκεύη, ειδώλια, κοσμήματα και όπλα.
Η ελληνιστική Πραισός αποκαλύφθηκε λίγο βορειότερα από την παλαιότερη πόλη. Ήταν κτισμένη σε δύο λόφους και προστατευόταν με οχύρωση, από την οποία σώζονται μόνο ίχνη. Από την πόλη αυτή που καταστράφηκε από τους Ιεραπυτνίους, όπως αναφέραμε, σώζονται ερείπια οικιών, τάφοι και τμήματα πήλινου υδραγωγείου. Στον Άγιο Κωνσταντίνο, νοτιοανατολικά της Ακρόπολης είναι μια πηγή, η Μέσα Βρύση ή Φλέγα του Τζανή από την οποία υδρευόταν η Πραισός. Εκεί υπήρχε παλαιός ναός, αφιερωμένος, μάλλον στη θεότητα της πηγής, την οποία αντικατέστησε ο σημερινός ναός του Αγίου Κωνσταντίνου.
Σύμφωνα με τη φιλολογική παράδοση, η Πραισός υπήρξε το κέντρο των Ετεοκρητών, δηλαδή των αυτοχθόνων, των γνήσιων Κρητών (έτεος = γνήσιος). Οι Ετεοκρήτες αναφέρονται για πρώτη φορά από τον Όμηρο (Οδύσσεια Τ 176) και αποκαλούνται <<μεγαλήτορες>> (μεγαλόψυχοι, εύτολμοι). Απωθημένοι από τους επήλυδες (Αχαιούς, Δωριείς) εγκαταστάθηκαν στη δυσπρόσιτη περιοχή της Πραισού και διατήρησαν επί αιώνες την αρχική τους γλώσσα και θρησκεία, αλλά και τν πλήρη αντίθεσή τους πρός αυτούς, γι’ αυτό και δεν έλαβαν μέρος στην εκστρατεία εναντίον του βασιλιά της Σικελίας Κώκαλου, η οποία έγινε για εκδίκηση της δολοφονίας του Μίνωα, όπως μας πληροφορεί ο Ηρόδοτος. Κατά καιρούς έγιναν ανασκαφικές έρευνες στην περιοχή και ήρθαν στο φως σημαντικά ευρήματα, τα οποία επιβεβαιώνουν τις περι Πραισού και Ετεοκρητών μαρτυρίες της αρχαίας ελληνικής γραμματείας. Το 1884 ανακαλύφθηκε στην Πραισό η πρώτη ετεοκρητική επιγραφή και βρέθηκαν εκατοντάδες πήλινα ειδώλια, ενώ η ανασκαφή του σπηλαίου Σκάλες, που πιστεύεται ότι ήταν λατρευτικό, απόδοσε άφθονη και καλής ποιότητας νεολιθική και καμαραϊκή κεραμική. Το 1901 ανασκάφηκε στη θέση Άγιος Κωνσταντίνος σημαντική μεγαλιθική οικία, χτισμένη δηλαδή με τεράστιους ογκόλιθους και διάφοροι τάφοι, στους οποίους βρέθηκαν αξιόλογα κτερίσματα, όπως χρυσά δακτυλίδια, μια χρυσή ροζέτα σε σχήμα άνθους με τη λέξη ΑΝΤΙΓΟΝΟΥ, ένας χρυσός στατήρας, αγγείο σε σχήμα πουλιού, ένας αχάτης κίτρινος με γαλακτώδεις ραβδώσεις, πάνω στον οποίο είναι σκαλισμένο ένα βόδι πλαγιασμένο στο λιβάδι και ένας κυνηγός που το συλλαμβάνει από τα κέρατα, δεκάδες σπαθιά, αιχμές δοράτων κ.α. Τα ευρήματα αυτά οδήγησαν τον ανασκαφέα στο συμπέρασμα ότι τα σωζόμενα εκτεταμένα ερείπια δεν ανήκουν στην ετεοκρητική Πραισό, αλλά στη νεότερη, των ιστορικών χρόνων. Το 1935 ανασκάφηκε μεταξύ άλλων και ένας τάφος, στον οποίο είχε ταφεί Πραίσιος αθλητής μαζί με τα έπαθλά του, που τα πιο χαρακτηριστικά ήταν δυο ζωγραφισμένοι αθηναϊκοί αμφορείς του 560-500 π.Χ. Φαίνεται να είχε λάβει μέρος στους Παναθηναϊκούς αγώνες.
Τα σπουδαιότερα ευρήματα της Πραισού είναι οι τρεις ετεοκρητικές επιγραφές, γραμμένες βουστροφηδόν, πανω σε πώρινες πλάκες. Με ελληνικούς χαρακτήρες, οι οποίες βοηθούν στη διερεύνηση της μινωικής γλώσσας και γραφής. Αποδεικνύουν ότι η μινωική γλώσσα ήταν ελληνική. Οι επιγραφές είναι του 6ου, 5ου και 4ου αιώνα π.Χ. Η πρώτη επιγραφή, που έχει ολοκληρωμένο κείμενο γράφει στην ελληνική γλώσσα, σε κρητική διάλεκτο: (σε μετάφραση). Στην μεγάλη μητέρα την ξακουστή, στον κόλπο της Ιτάνου, σε θαλάσσια θέση κοντά στην αιχμή (του ακρωτηρίου). Ξακουστός, από τους αρχαίους χρόνους σε όλη τη γη, ο θαυμάσιος ναός στην αιχμή (του ακρωτηρίου). (<<οι ετεοκρητικές επιγραφές της Πραισού>> εφημ. Πατρίς 28/2/97).
<<Η Πραισός ήταν πόλη της Κρήτης, θηλυκό όνομα, το εθνικό Πραίσιος και Πραισιεύς>> (Στ.Βυζ.).
Πρεπσίδαι. Μεταξύ Δρήρου και Μιλάτου.
Πριανσός, η. Καστελλιανά Μονοφατσίου.
Η Πριανσός ήταν σπουδαία πόλη, όπως φαίνεται από το πλήθος των νομισμάτων της, που είχε εκδόσει σαν αυτόνομη πόλη. Σε αυτά εικονίζεται η Υγεία με χιτώνα καθισμένη, το δεξί της χέρι αγγίζει ένα φίδι, στο πίσω μέρος παριστάνεται ο Ποσειδώνας με την τρίαινα και γύρω η λέξη ΠΡΙΑΝΣΙΕΩΝ. Άλλα έχουν θέματα θαλασσινά, το δελφίνι, τον Απόλλωνα, θεές, νύμφες ή την Αθηνά και πάλι τρίαινα με τη λέξη ΠΡΙΑΝΣΙΕΩΝ.
Σώζονται πολλές επιγραφές, που αναφέρονται στην Πριανσό, μια στήλη, κατάγραφη και από τις δύο πλευρές με ελληνικά ανάγλυφα γράμματα, βρέθηκε κτισμένη σε μέγαρο της Βενετίας, και σήμερα βρίσκεται στο Μουσείο της πόλης αυτής. Είναι η συνθήκη συμμαχίας Γόρτυνας, Ιεράπυτνας και Πριανσού. Σε αυτή αναφέρεται και ο όρκος των Πριανσιέων Γορτυνίοις και Ιεραπυτνίοις: Ομνύω ταν Ιστίαν…τήνα…Σκύλιον…και Ήραν και Αθαναίαν Πολιάδα και Αθαναίαν Ωλερίαν και Απόλλωνα Πύθιον και Λατώ… Όπως πιστοποιείται από τα νομίσματά της και τις επιγραφές η Πριανσός φαίνεται να ήταν σημαντική ναυτική δύναμη και το λιμάνι της πρέπει να ήταν η σύγχρονη πόλη Ίνατος (Είνατος στα νότια παράλια, στη σημερινή θέση Τσούτσουρος.
Διαπιστώθηκε ότι η Πριανσός ήταν στην επίπεδη κορυφή του υψώματος 400μ. Βορείως του χωριού Καστελλιανά επαρχίας Μονοφατσίου, νομού Ηρακλείου. Στην ίδια θέση ιδρύθηκε στις αρχές του 13ου αιώνα, πιθανώς από τον Γενοβέζο Πεσκατόρε φρούριο, που το ονόμασαν Μπελβεντέρε, που θα πει στα ελληνικά Καλλιθέα, επειδή το ύψωμα δεσπόζει σε όλο το ανατολικό τμήμα της Μεσαράς. Στην ανοικοδόμηση του φρουρίου χρησιμοποιήθηκαν τα οικοδομικά υλικά των ερειπίων της αρχαίας πόλης.
Αναφέρεται από το Στράβωνα, (Χ, 478): Όμοροι δ’εισίν αυτοίς (τοις Γορτυνίοις) οι Πράσιοι, της μεν θαλάττης, εβδομήκοντα, Γόρτυνος δε διέχοντες εκατόν και ογδοήκοντα (σταδίους). Και η Πριανσός είχε υπογράψει τη συνθήκη συμμαχίας με τον Ευμένη Β’ της Περγάμου το 170 π.Χ. ως και με την Τεώ της Ιωνίας, για τη χρήση ως ασύλου του ιερού του Διονύσου.
<<Η Πριαισός είναι πόλη της Κρήτης, οι πολίτες της λέγονται Πριαίσιοι και Πριαισιεύς>> (Στ.Βυζ.).
Πρώνος. Άγνωστη θέση.Πύλωρος, η. Απεσοκάρι - Πλώρα Καινούργιου;
Αρχαία πόλη της Κρήτης, της Ρωμαϊκής εποχής. Αναφέρεται από τον Πλίνιο. Τοποθετείται από τον Πάσλευ στη θέση του σημερινού χωριού Πλώρα, στηριζόμενος, ως φαίνεται, στην παρομοίωση των ονομάτων Πυλωρός-Πλώρα. Διάφορες επιγραφές, που έχουν βρεθεί στην περιοχή Πλώρας-Απεσωκάρι, δεν αναφέρει καμιά το όνομα Πυλωρός.
Πύρανθος. Πυράθι Μονοφατσίου. Απέχει από το Ηράκλειο 40 χλμ.
Τα ερείπια της αρχαίας πόλης είναι στη θέση Τροχάλες, προς Βορρά του χωριού Πυράθι, όπου βρίσκονται όστρακα ελληνορωμαϊκής περιόδου. Εκεί είναι ο λόφος Πυραθιανή Κεφάλα.
Κατά τη Βενετοκρατία υπαγόταν στην καστελανία Μπελβεντέρε.
Το 1915 βρέθηκε στη θέση Βλαχιανά και Αποσελέμι, μεγάλη στήλη πώρινη ρωμαϊκής περιόδου, με λατινική επιγραφή, που αναφέρει ότι ο ανθύπατος Κρήτης Λεύκιος Τουρπίλιος Δέξτερ το 63 μ.Χ. έστησε τη στήλη αυτή ως όριο των δημοσίων κτημάτων της Γόρτυνας.
<<Η Πύρανθος είναι μικρή πόλη ή χωριό της Κρήτης κοντά στη Γόρτυνα. Οι κατοικούντες αυτήν λέγονται Πυράνθιοι.>>. (Στ.Βυζ.).
Πριαισός. πιθανόν η Πριανσός.Ραμνούς, η. Στόμιον Κισάμου;
Πόλη της Δυτικής Κρήτης, ρωμαίκής εποχής. Αναφέρεται από τον Κλαύδιο Πτολεμαίο (Γεωγραφική Υφήγησις, ΙΙΙ, 15, 2) Δυτικής πλευράς Κρήτης Ραμνούς λιμήν. Άρα ήταν παράλιος πόλη. Η θέση της πόλης δεν είναι εξακριβωμένη. Ο Πτολεμαίος (3, 17,2) την αναφέρει παράλιο της Κισάμου. Ο Πλίνιος (12, 59) την τοποθετεί ανάμεσα στη Λύττο και τη Λύκαστο και ο ΠΩΛ ΦΩΡ τη μια με ερωτηματικό στο Στόμιο Κισάμου, κοντά στη Χρυσοσκαλίτισσα, και την άλλη όπως τον Πλίνιο.
Στην αρχαίο Ράμνο υπήρχε ναός της Θέμιδος, που στην είσοδο του ήταν δύο θρόνοι μαρμάρινοι, ο ένας για την Θέμιδα κι ο άλλος για τη Νέμεση. Ο Coronelli το 1696 την τοποθετεί στο χάρτη του στο ακρωτήριο της Γραμπούσας, στη σημερινή χερσόνησο Τηγάνι και γράφει Remno. Ο Sieber το 1815 πιστεύει πως ήταν στη θέση του σημερινού χωριού Ραμνή Αποκορώνου, επειδή ομοιάζουν τα ονόματα Ραμνούς-Ραμνή. Ο Σβορώνος αναφέρει, ότι αντί Rhamnus = Ραμνούς, που αναφέρει ο Πλίνιος μεταξύ Λυκάστου και Λύττου, πρέπει να γραφεί Rhaucus = Ραύκος.
Ραύκος, η. Άγιος Μύρων Μαλεβυζίου.
Ραύκος. Πόλη της αρχαίας Κρήτης, που κατά το Σκύλακα (Περίπλους 47), βρισκόταν στα νότια της Κνωσού, κοντά στη Γόρτυνα. <<Προς βορέαν Όαξος και Κνωσός, προς δε νότον Γόρτυνα, Ραύκος.>>. Σύμφωνα με την παράδοση (Αιλιανός, περί ζώων, ΧΦΙΙ, 35), η Ραύκος βρισκόταν αρχικά σε άλλο μέρος, αλλά οι πρώτοι κάτοικοί της αναγκάστηκαν να την εγκαταλείψουν γιατί σε εκείνο το μέρος υπήρχαν πολλές μέλισσες, και ίδρυσαν μια νέα πόλη, ανάμεσα στην Κνωσό και στην Γόρτυνα. Το χωρίο από τα <<Κρητικά>> του Αντίνορα, για την ίδρυση της Ραύκου, που διέσωσε ο Αιλιανός, έχει ως εξής: Εν λόγοις Κρητικοίς Αντήνωρ λέγει τη των καλουμένων Ραυκίων πόλει εκ τινός δαιμονίου προσβολής επιφοιτήσα μελιττών σμήνος, αίπερ ουν άδονται χαλκοειδείς, εγριμπτούσας δε άρα αυτοίς τα κέντρα είτα μέντοι πικρότατα λιπείν. Ωνπερ ούν εκείνους την προσβολήν ου φέροντας αναστήναι της πατρίδος και μέντοι και ες χώρον ελθείν άλλον και οικίσαι φιλία της μητρίδος, ίνα Κρητικώς είπω, Ραύκον…
Αν και είχε ιδρυθεί κατά τους μινωικούς χρόνους, η Ραυκός έπαιξε σημαντικό ρόλο στις διαμάχες των κρητικών πόλεων κατά τον 3ο και τον 2ο π.Χ. αιώνα. Πήρε μέρος στο κοινό των Κρηταιέων και λίγο αργότερα σύναψε συμμαχία με τη μικρασιατική Τεώ. Την ίδια εποχή περίπου, σύμμαχος της Γόρτυνας και της Λύττου, απόσπασε τη Λύκαστο από την Κνωσό, αλλά το 184 π.Χ. αναγκάστηκε από τον απεσταλμένο των Ρωμαίων Άπιο να αποδώσει την πόλη στην Κνωσό (Πολύβιος ΧΧΙΙΙ, 15). Αναφέρεται επίσης μεταξύ των πόλεων που πήραν μέρος στη συμμαχία με τον Ευμένη Β’, το βασιλιά της Περγάμου. Τέλος η Ραύκος καταστράφηκε το 166π.Χ. κατά τον εμφύλιο πόλεμο μεταξύ Κνωσού και Γόρτυνος.
<<συνθήκας εποιήσαντο προς αλλήλους μή πρότερον λύσειν
τον πόλεμον πρός αλλήλους πρίν ή κατά κράτος ελείν την Ραύκον>>
(Πολύβ. ΧΧΧΙ, 1)
Η Ραύκος βρισκόταν στη θέση του σημερινού χωριού Άγιος Μύρων, επαρχίας Μαλεβιζίου νομού Ηρακλείου, 18,8 χλμ. Νοτιοδυτικά του Ηρακλείου.
Και ο Βυζαντινός Γραμματικός Τζέτζης την αναφέρει Δραύκη.
Η Ραύκος, ώς ελευθέρα και αυτόνομος πόλη είχε κόψει πολλά νομίσματα που απεικόνιζαν τον Ποσειδώνα γυμνό, την τρίαινα, δελφίνια ενώ ήταν μεσόγειος. Δέν αναφέρεται αν είχε λιμάνι για να το δικαιολογεί. Μετά το 166π.Χ. δεν υπάρχουν νομίσματα της Ραύκου. Φαίνεται ότι οι σύμμαχοι την κατέλαβαν και την κατάστρεψαν ή τουλάχιστο της στέρησαν την ελευθερία της. Είναι άγνωστο πότε επανακτίστηκε, η ύπαρξή της όμως μαρτυρείται από το βίο του Αγίου Μύρωνα, ο οποίος γεννήθηκε εκεί. Γι’αυτό το σημερινό χωριό Άγιος Μύρων θεωρείται ότι καταλαμβάνει τη θέση της αρχαίας πόλης, της οποίας σώζονται λίγα ερείπια.
<<Η Ραύκος είναι μεσόγεια πόλη της Κρήτης, το εθνικό όνομα είναι Ραύκιος και Ραυκία>> (Στ. Βυζ.).
Ριζηνία, η. Πρινιάς Μαλεβιζίου.
<<Η Ριζηνία είναι πόλη της Κρήτης, ο πολίτης λέγεται Ριζηνιάτης>> (Στ.Βυζ.).
Ριζηνία. Σε μικρή απόσταση από τον Πρινιά, στην <<Πατέλα του Πρινιά>> οι ανασκαφές της Ιταλικής Αρχαιολογικής Σχολής (1906-1908) έφεραν στο φώς σημαντικά λείψανα αρχαίας πόλης, που βάσει των επιγραφών ταυτίστηκε με τη Ριζηνία ή Απολλωνία. Στην περιοχή της πόλης, νοτιοανατολικά της Πατέλας, βρέθηκε μια επιγραφή στην οποία αναφέρονται τα γράμματα (Ι)ΖΕΝΙ(Α), που διαπιστώνει ότι εκεί ήταν η Ριζηνία, που αναφέρει ο Στεφ. Βυζάντιος. Το όνομα αναφέρεται και σε άλλες επιγραφές της Γόρτυνας του 5ου π.Χ. αιώνα. Άλλη επιγραφή αναφέρει ότι η Ριζηνία, που βρισκόταν μεταξύ της Γόρτυνας και της Κνωσού, είχε αναλάβει να στέλνει κάθε τέσσερα χρόνια σφάγια, για τις θυσίες, που γίνονταν στο Ιδαίο Άντρο. Η πόλη αυτή άκμασε ως ανεξάρτητη κοινότητα από τους υπομινωικούς μέχρι τους αρχαϊκούς χρόνους και ήταν υποτελής στην Γόρτυνα από την 5ο μέχρι τον 2ο π.Χ. αιώνα, όποτε οι κάτοικοί της την εγκατέλειψαν σταδιακά. Η ίδια πόλη δεν ήταν οχυρωμένη. Στα νοτιοδυτικά της, όμως, κτίστηκε τον 5ο αιώνα π.Χ. ένα ορθογώνιο φρούριο με τέσσερις πύργους, που λειτούργησε επί τρεις περίπου αιώνα. Για την ανοικοδόμηση του χρησιμοποιήθηκαν πώρινες επιτύμβιες στήλες με εγχάρακτη διακόσμηση (διακοσμητικά θέματα ή ανθρώπινες μορφές) που προέρχονταν από κάποιο γειτονικό νεκροταφείο του 7ου π.Χ. αιώνα. Στον ίδιο χώρο βρέθηκαν σιδερένια και μολύβδινα όπλα. Στον 7ο π.Χ. αιώνα ανήκουν επίσης τα θεμέλια δύο αρχαϊκών ναών (Α και Β) και οικιών, τμήματα του τεμένους της μινωικής θεάς των όφεων (κατάλοιπο από τους μινωικούς χρόνους), και αποθέτες με πλούσια αναθήματα. Ο ναός Α ήταν ο σημαντικότερος από τους δυο και αποδόθηκε εντελώς υποθετικά στη Ρέα. Από αυτόν προέρχονται ανάγλυφη ζωοφόρος με ιππείς, ελάφια και πάνθηρες και δυο αγάλματα καθιστών θεαινών, όλα χαρακτηριστικά έργα της κρητικής δαιδαλικής τέχνης. Βρέθηκαν επίσης ενεπίγραφα όστρακα, που μαρτυρούν τη λατρεία της Αθηνάς στην πόλη τον 2ο π.Χ. αιώνα. Τα ανάγλυφα των ιππέων θεωρεί ο Ξανθουδίδης, ότι είναι έργο των Κρητικών Ανδριαντοποιών Δαιδαλιδών (Δίποινος και Σκύλλις).
Ρίθυμνα, η. Ρέθυμνο.
Ριθυμνία
<<Η Ριθυμνία είναι πόλη της Κρήτης, το εθνικό Ριθυμνιάτης και Ριθύμνιος>> (Στ.Βυζ.).
Ριθυμνία ή Ρίθυμνα. Ήταν χτισμένη κάτω από το σημερινό Ρέθυμνο, για αυτό και δε σώζεται σχεδόν κανένα μνημείο. Περιστασιακά μόνο βρέθηκαν ψηφιδωτά και θεμέλια οικιών, που όμως καλύφθηκαν από μεταγενέστερες και σύγχρονες κατασκευές. Η ακρόπολη πρέπει να βρισκόταν κάτω από την σημερινή Φορτέτζα. Λίγα είναι γνωστά για την ιστορία της πόλης, κι αυτά μόνο από επιγραφές. Είχε κόψει νομίσματα ήδη από τον 4ο αιώνα και τον 3ο π.Χ. αιώνα , ίσως ανέπτυξε σχέσεις με τους Πτολεμαίους, οι οποίοι την μετονόμασαν Αρσινόη. Τον 3ο μ.Χ., υπήρχε στην πόλη ναός της Αρτέμιδος Ροκκαίας, αλλά η κύρια θεότητα της πόλης ήταν η Αθήνα. Η πόλη υπήρχε από την υστερομινωική ΙΙΙ περίοδο. Στον συνοικισμό Μασταμπά, όπου ήταν το νεκροταφείο της αρχαίας πόλης ανασκάφηκε το 1947 υστερομινωικός τάφος, που πιστοποιεί, ότι την περίοδο εκείνη υπήρχε στη θέση του Ρεθύμνου μινωικός συνοικισμός. Η Ρίθυμνα ήταν αξιόλογη πόλη στους μυκηναϊκούς μετανακτορικούς χρόνους. Μέσα στην πόλη, σε θεμέλια νέων οικοδομών, βρέθηκαν ψηφιδωτά ρωμαϊκής και βυζαντινής περιόδου. Τον 3ο αιώνα μ.Χ. η πόλη είχε παρακμάσει γιατί ο Κλαύδιος Αιμιλιανός την αναφέρει ως κωμόπολη. Ήταν όμως πάντοτε ανεξάρτητη με δικά της νομίσματα, ου από το ένα μέρος είχαν την κεφαλή του Απόλλωνα στεφανωμένη ή της Αθηνάς και από το άλλο δυο δελφίνια ή τρίαινα ή αίγα. Ο οικισμός υπήρχε και στα βυζαντινά χρόνια, ως κωμόπολη πάντοτε για να γνωρίσει νέα ακμή στα χρόνια των Βενετών, όποτε γίνεται πολιτεία, συνεχίζοντας την ιστορική της πορεία. Το όνομά της δεν αναφέρεται σε καμία επιγραφή. Απαντάται μόνο το εθνικό Ριθύμνιος.
Δεν είναι εξακριβωμένο, αν ο λόφος που λέγεται σήμερα Φορτέτσα χρησιμοποιήθηκε στην αρχαιότητα. Αλλά η παλαιά ονομασία του λόφου Παλαιόκαστρο δείχνει πως κάτι υπήρχε εκεί πάνω για να δικαιολογήσει την ονομασία αυτή. Ο Κ.Καλοκύρης στην ενημερωμένη μελέτη του (Η Αρχαία Ρίθυμνα) στηριζόμενος σε χωρίο του Αιλιανού όπου γίνεται λόγος για την Ροκκαία Αρτέμιδα του Ρεθύμνου, και στην πληροφορία του Ονόριο Μπέλι ότι υπήρχαν πάνω στη Φορτέτσα κίονες και άλλα λείψανα αρχαίου ναού, θεωρεί πολύ πιθανό ότι ήταν πάνω στη Φορτέτσα ο ναός της Ροκκαίας Αρτέμιδος, προστάτιδος των λυσσοφήκτων, και ο λόφος υπήρξε ακρόπολη της αρχαίας Ρίθυμνας (Ρόκκα σημαίνει κυρίως φρούριο). Ο ίδιος έχει τη γνώμη, ότι κατά τους αρχαίους χρόνους, η σημερινή Φορτέτσα ήταν νησίδα, που την ένωνε με την ξηρά μια λωρίδα γης. Με τις προσχώσεις της θάλασσας διαμορφώθηκε ο χώρος, πίσω από τη Φορτέτσα, όπου κτίστηκε η Ρίθυμνα. Η άποψη αυτή επιβεβαιώθηκε στις μέρες μας. Ύστερα από την κατασκευή του λιμενοβραχίονα συγκεντρώθηκαν με τα κύματα τεράστιες ποσότητες άμμου και επεκτάθηκε η παραλία σε πλάτος πολλών μέτρων.
Το 1558 που γινόταν τα οχυρωματικά έργα της πολης, ο Κονταρίνι, αντιπρόσωπος των Ρεθεμνιωτών, πήγε στη Βενετία, και ζήτησε να γίνει στο λόφο του Παλαιοκάστρου ένα οχυρό, για να περισώσει σε ώρα ανάγκης τη ζωή και τα πράγματα των κατοίκων. Δεν τον άκουσαν. Αλλά η καταστροφή της πολιτείας από τον Ουλούτς Αλή επανέφεραν το ζήτημα, όποτε εγκρίθηκε η οχύρωση του. Οι εργασίες άρχισαν το 1573 και τέλειωσαν το 1580.
Το 1538 ο τρομερός αρχιπειρατής Χαιρεντίν Μπαρμπαρόσα κατάστρεψε το Ρέθυμνο και το 1567 ο αλγερινός κουρσάρος Ουλούτς Αλή το κατέλαβε, το λήστεψε και το παρέδωσε στις φλόγες. ΤΟ 1571, ο στόλος του σουλτάνου Σελίμ έκαψε το Ρέθυμνο. Η κακή τύχη το ακολουθούσε και το 1590 μια μεγάλη πλημμύρα το κατέστρεψε και πάλι. Οι Τούρκοι κατέλαβαν το Ρέθυμνο ύστερα από πολιορκία 22 ημερών στις 3 Νοεμβρίου 1646. Οι Βενετοί και οι Κρητικοί κάτοικοι οχυρώθηκαν στη Φορτέτσα. Στο τέλος συνθηκολόγησαν για να φύγουν ανενόχλητοι, αλλά ο Χουσείν παρασπόνδησε και έσφαξε τους περισσότερους. Την περίοδο της Τουρκοκρατίας ακολούθησε την τύχη των άλλων πόλεων. Τη Ριθυμνία ονομάζει ο Πτολ. 3, 17, 7 Ρίθυμνα. Ο Τσέτσης Ρείθυμνα, <<Ρείθυμνα, πόλις Κρήτης>>. Από αυτό και ο κάτοικος Ρειθυμνιάτης. Λυκοφ. 76.
Ρύτιον (Ρυτιασσός). Ροτάσι Μονοφατσίου, 2 χιλιόμετρα ανατολικά του Πύργου Μονοφατσίου, στους πρόποδες του υψώματος Ασφεντιλιάς.
Ρύτιον, το. Πόλη της κεντρικής Κρήτης της Αρχαϊκής – Ελληνιστικής περιόδου. Στον <<Νηών Κατάλογο>> της Ιλιάδος αναφέρεται ως μία από τις επτά κρητικές πόλεις (Κνωσός, Γόρτυνα, Λύκαστος, Μίλατος, Λύκτος, Φαιστός και Ρύτιον) που έλαβα μέρος στον Τρωικό πόλεμο. Το ομηρικό Ρύτιο βρισκόταν πιθανότατα στο λόφο Ροτασανή Κεφάλα του σημερινού χωριού Ροτάσι, στο ανατολικό άκρο της πεδιάδας της Μεσαράς. Φαιστόν τε, Ρύτιόν τε, πόλεις εύ ναιετοώσαι= και τη Φαιστό και το Ρύτιο, πολιτείες καλοκατοικημένες,…(Ιλιάς Β, 648-649), (μετ. Ο.Κομνηνού-Κακριδή).
Αναφέρεται από τον Ησύχιο: Ρύτιον, πόλις. Εδώ έχουν βρεθεί ίχνη της μινωικής εποχής (λείψανα οικισμού, χάλκινα όπλα κλπ.) που υποδεικνύουν ότι η πόλη του Ρυτίου υπήρχε ήδη από την 2η π.Χ. χιλιετία (βλ. Κρητ. Χρον. ΙΑ’, σελ. 339). Στη θέση Ασπρολιβάδα, της περιοχής του χωριού Ροτάσι, βρέθηκε το 1956 θησαυρός χαλκών εργαλείων και όπλων, άριστα διατηρημένων, 3 σμίλες, 9 κοπείς, 4 δίστομοι πέλεκεις, πριόνια, αιχμή δόρατος. Στη θέση Φαρμακαρά, βρέθηκε νεκροταφείο Γεωμετρικών χρόνων. Το Ρύτιο επέζησε ως ανεξάρτητη πόλη έως την ελληνιστική εποχή, όταν έχασε την ανεξαρτησία του, υποτασσόμενο στην Γόρτυνα, όπως υπονοεί ο Στράβων, και ξέπεσε σε κώμη κατά τη ρωμαϊκή εποχή, όπως αναγράφεται σε επιγραφή, που βρέθηκε στο Ροτάσι, στο σπίτι του ΣΤ. Αδαμάκη, και τώρα είναι στο Μουσείο Ηρακλείου.
Επί Αυ(τοκράτορος) Καίσαρος
Τραϊαν(ού Ανδριανού Σ)εβασ
του το δ΄υπάτων Λ.Κατιλ
ου Σεουήρου και Τ.Αυρηλίου
Φαύλβου Βαιων. Αντωνεί
νου, Άμβρος ο (κατασ)ταθεί
ιερεύς Διός (Σκυλίο)υ της
Ρυτιασίων κώ(μης και Πύ)ργου.....
(Βλ. Marg.Guarducci-Inscriptiones-Creticae, Ι – 305, και Αρχ. Δελτ. 1916, σελ. 24).
Και ο ΣΤράβων (Χ,479,13) αναφέρει: Γορτυνίων δ’εστί και το Ρύτιον συν τη Φαιστώ. Φαιστόν τε Ρύτιον τε.
Το όνομα παραδίδεται και από το Νόννο, τον Πλίνιο και το Στέφανο Βυζάντιο. Τη συνέχεια της κατοίκησης στη θέση του αρχαίου Ρυτίου μαρτυρούν ορισμένες βυζαντινές εκκλησίες στην περιοχή του Ροτασίου.
Ο Κλαύδιος Αιλιανός αναφέρει (Περί Ζώων ιδιότητος 15,26): λέγουσι δε υπό σκολοπενδρών εξαναστήναι Ροιτιείς. Τοσούτο πλήθος αυτοίς επεφοίτησε τούτων. Σκολόπενδρα είναι η πολυποδούσα, που ανάγκασε τους κατοίκους να εγκαταλείψουν την πόλη των. Παρόμοια ιστορία αναφέρει ο Αιλιανός και για την πόλη Ραύκο.
Ο Spratt, αναφέρει ότι το Ρύτιον ερειμώθηκε κάποτε γιατί ένα είδος μύγας βασάνιζε τόσο τους κατοίκους, που αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν την πόλη. Ως φαίνεται, είχε ακούσει την ιστορία του Αιλιανού παραποιημένη. Επί τουρκοκρατίας το <<Ρόταζι>> είχε τζαμί και μιναρέ, τον οποίο ανατίναξαν με μπαρούτη οι χριστιανοί και ξεθεμέλιωσαν τα σπίτια..<<Το Ρύτιον είναι πόλη της Κρήτης ο πολίτης λέγεται Ρυτιεύς, του δε Ρυτιασσός Ρυτιασσεύς όπως Αλικαρνασσεύς>> (Στ.Βυζ.).
Σάτρα
<<Η Σάτρα είναι πόλη της Κρήτης, η μετονομασθείσα Ελευθερνα, ο πολίτης λέγεται Σατραίος>> (Στ.Βυζ.). ΒΔ του σημερινού χωριού Πρινές Μυλοποτάμου (βλ.Ελεύθερνα).
Σάωρος. Ελευθεραί,… έστι και Κρήτης από Ελευθήρος ενόςτων Κουρητών, η τις και Σάωρος εκαλείτο από Σαώρης νύμφης… (Στεφ. Βυζ.). Πιθανώς η Ελεύθερνα. (βλ. Ελεύθερνα).
Σίκινος. Θέση άγνωστη.Σιπιλήν, η. Μεταξύ Ελεύθερνας και Κυδωνίας.
Σισαία. Βρίσκεται στο χωριό Σίσες Μυλοποτάμου, στο 47ο χιλ. Ρεθύμνου-Ηρακλείου.
Αναφέρεται στον barozzi και στον Καστροφύλακα. Το 1965 κατά την εκτέλεση έργων προς Β του χωριού Σίσες, βρέθηκε μια κυλινδρική στήλη ύψους 0,64 και διαμέτρου 0,45 μ. που χρησίμευε σαν βωμός ή οροθέσιο της περιοχής. Επάνω στην κυλινδρική επιφάνεια της είναι χαραγμένη με γράμματα του 2ου ή των αρχών του 1ου π.Χ. αιώνα η λέξη ΣΙΣΑΙΩΝ. Η στήλη αυτή με το όνομα Σισαίων, τα νομίσματα που έχουν βρεθεί σε τάφους, τα ερείπια που φαίνονται στο χώρο δείχνουν ότι στο μέρος αυτό υπήρχε αρχαία πόλη με το όνομα Σίσα ή Σίσαι και οι κάτοικοι Σισαίοι, αν και δεν αναφέρεται από τους αρχαίους συγγραφείς. Το όνομα είναι μινωικό και διασώθηκε ακέραιο στο πέρασμα των αιώνων στο σημερινό χωριό Σίσες.
Σουλία, η. Αγία Γαλήνη Αγ. Βασιλείου.
Πόλη της Κρήτης της Ρωμαϊκής περιόδου, στη θέση του σημερινού οικισμού Αγία Γαλήνη ή Άγιος Γαλήνης, επαρχίας Αγ. Βασιλείου, νομού Ρεθύμνης. Αναφέρονται και οι δύο τύποι του ονόματος στους Σταδιασμούς της Μεγάλης θαλάσσης (324): από Ματάλης (Μάταλα) εις Σουλίαν στάδιοι ξε’(=65) ακρωτήριόν εστιν ανέχον προς μεσημβρίαν. Λιμήν εστι. καλόν ύδωρ έχει. Και (325): από Σουλήνας εις Ψυχέα (το σημερινό ακρωτήρια Μέλισσα δυτικότερα,) στάδιοι ιβ΄(12).
Ήταν επίνειο της Συβρίτου (θρόνος Αμαρίου), απ’όπου πηγάζει ο ποταμός Πλατύς ο αρχαίος Ηλέκτρας, που χύνεται στον όρμο της Αγ.Γαλήνης. Στις εκβολές του ήταν ναός της Αρτέμιδος, όπου άνθισε η λατρεία της. Κατά μήκος της παραλίας, στη δεξιά όχθη του χειμάρρου, κολόνες και άλλα λείψανα ιερού βρέθηκαν εκεί.. Εκείνο το ιερό ήταν, χωρίς αμφιβολία, ιερό της Αρτέμιδος.
Στάλαι. Μεταξύ Μακρυγιαλού και Γούδουρα, στις νότιες ακτές της επαρχίας Σητείας. Ήταν επίνειο της Πραισού στην νότια ακτής της Κρήτης. Οι κάτοικοι της πόλης ονομάζονταν Σταλίτες και είχαν μεγάλα έσοδα από την αλιεία πορφύρας και τους δασμούς από τα λιμάνια. Σε κάποια περίοδο είχε υπό την κυριαρχία της το νησί Λευκή (Κουφονήσι) το οποίο χρησιμοποιούσαν οι εκάστοτε κυρίαρχοι του για την επεξεργασία της πορφύρας όπως φαίνεται και από τις ανασκαφές που γίνονται εκεί τα τελευταία χρόνια. Εξάλλου οι εναλλασσόμενοι ιδιοκτήτες του νησιού ασχολούνταν όλοι με την αλιεία της πορφύρας, όπως οι Ιτάνιοι, οι Αιγύπτιοι, οι Ιεραπύτνιοι και οι Σταλίτες. Οι Σταλίτες υποχρεώνονταν από την Πραισό, να μεταφέρουν με τα πλοία τους απεσταλμένους της πόλης στο εξωτερικό.
Σουλήνα. Η Σουλία.
Στήλαι. Πόλη στην αρχαία Κρήτη. Την τοποθετούν στην τοποθεσία όπου χτίστηκε το Βενετσιάνικο κάστρο Μπελβεντέρε στο Μονοφάτσι Ηρακλείου, κοντά στο χωριό Καστελιανά. Οι κάτοικοί τους ονομάζονταν Στηλαίοι ή Στηλίτες (εγκ.Νέα Δομή).
Στρήνος. Ιστρών.Συνεχίζεται.....
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Το ιστολόγιο είναι ανοιχτό σε οποιονδήποτε σχολιασμό, αρκεί να μην είναι απρεπής. Τα αισχρόλογα θα διαγράφονται άμεσα.