Τρίτη, Μαρτίου 31, 2020

ΟΙ ΑΡΧΑΙΕΣ ΠΟΛΕΙΣ ΤΗΣ ΚΡΗΤΗΣ (Ζ)


(Από το βιβλίο: <<ΟΙ 147 ΠΟΛΕΙΣ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΚΡΗΤΗΣ>>).


Σύβριτα. Θρόνος Αμαρίου.
Σύβριτος. Θρόνος Αμαρίου.
Σύβριτα ή Συβρίτα ή Σίβυρτος ή Σούβριτος ή Σούβριτα και Σύβριτος, η. Πόλη της Κρήτης, στα νότια της Ελεύθερνας και της Ρίθυμνας.
Βρισκόταν στην κεντρική οδό που ένωνε τη βόρεια ακτή με την πεδιάδα της Μεσαράς και τη νότια ακτή. Ιδρύθηκε κατά τους ύστερους μινωικούς χρόνους και άκμασε από τους ύστερους κλασικούς έως τους ρωμαϊκούς χρόνους. Ήταν μια από τις πρώτες κρητικές πόλεις που έκοψαν νομίσματα, με τη μορφή του Διονύσου, που κρατούσε στο ένα χέρι ένα κάνθαρο και από το άλλο το θύρσο, μια ράβδο με φύλλα αμπελιού, έμβλημα του Διονύσου. Από την άλλη όψη τη λέξη ΣΙΒΡΙΤΙΩΝ και τον Ερμή. Άλλα είχαν το κεφάλι του Δία στεφανωμένο με δάφνη, άλλα κεφαλή αίγας και σταφύλι, άλλα τρίαινα και δελφίνι, άλλα τη μορφή του Απόλλωνα κλπ. Ο Σβορώνος αναφέρει 15 είδη. Τα ερείπια της Συβρίτας αναγνωρίζονται κοντά στο χωριό Θρόνος όπου βρέθηκαν τμήματα ακρόπολης, ερείπια οικιών με μωσαϊκά, αγγεία, ειδώλια και μεταλλικά σκεύη. Το νεκροταφείο αποκαλύφθηκε στα νοτιοδυτικά του χωριού. Ήταν σε θαυμάσια θέση πάνω σε λόφο, σε αλλεπάλληλα επίπεδα από όπου έβλεπαν ολόκληρη την κοιλάδα του Αμαρίου και την κοιλάδα του Βενί. Το λιμάνι της ήταν στην αρχαία Σουλία, σημερινή Αγία Γαλήνη. Η Σύβριτος συμμετείχε στη συμφωνία των Κρητικών πόλεων με τον Ευμένη Β’ της Περγάμου, και με την Τεώ της Ιωνίας για τη χρήση του ιερού του Διονύσου ως ασύλου. Την αναφέρει ο Σκύλαξ, Ελεύθερνα προς βορέαν. Νότον δε Σύβριτα. (Περίπλους XLVII). Ο Πτολεμαίος Σούβριτα. (Γεωγραφική Υφήγησις, ΙΙΙ, 15, 7). Ο Ιεροκλής Σύβριτος (Συνέκδημος 650, 7). Η Σύβριτος διατηρήθηκε και τη Β΄ Βυζαντινή περίοδο ακόμη και τα πρώτα χρόνια της Βενετοκρατίας. Ως φαίνεται καταστράφηκε από τους Άραβες και δεν αναφέρεται στο Τακτικόν 3 Βασιλείου του Βουλγαροκτόνου το 980. Ήταν έδρα επισκοπής και αναφέρεται στο Τακτικόν Λέοντος του Γ’ και Κωνσταντίνου του Ε’ (731-46).
<<Η Σίβυρτος είναι πόλη της Κρήτης, το εθνικό Σιβύρτιος, όπως αναφέρει ο Πολύβιος>> (Στ.Βυζ.).
Συϊα ή Σύβα (Σούγια)
Συία, η. Αρχαία μικρή παραθαλάσσια πόλη στις νότιες ακτές της Δυτικής Κρήτης, λιμάνι της Ελύρου. Σήμερα λέγεται Σούγια. Το τοπωνύμιο απαντάται και Σύβα, (Στράβων). Προέρχεται μάλλον από τη λέξη σύς (χοίρος), δηλαδή Συία = χοιρόπολη. Φαίνεται ότι εκεί υπήρχαν δάση από δρείς και πρίνους και γινόταν συστηματική εκτροφή χοίρων. Η φαρδιά κοίτη του χειμάρρου του Λάκκου Ζωγράφου χωρίζει τα ερείπια σε δύο μέρη. Το μεγαλύτερο τμήμα της Συίας ήταν από την ανατολική πλευρά του χειμάρου. Στη δυτική ήταν ο μώλος σε σημαντικό πλάτος και μήκος. Είχε ένα ευρύχωρο και καλά προφυλαγμένο λιμάνι, όπως αναφέρεται και στους Σταδιασμούς (331), <<από Ποικιλασσού εις Σύβαν στάδιοι ν’ πόλις έστί και λιμένα καλόν έχει. 332 από Σύβης εις Λισσόν στάδιοι λ’>>. Σήμερα με την ανύψωση της Δυτικής Κρήτης το λιμάνι έχει εξαφανιστεί. Η Συία άκμασε κυρίως στη ρωμαϊκή περίοδο, όπως πιστοποιούν τα ερείπιά της, αλλά και κατά την πρώτη Βυζαντινή περίοδο, αφού τότε είχε τρείς παλαιοχριστιανικές βασιλικές μεγάλων διαστάσεων. Φαίνεται ότι καταστράφηκε από τους Σαρακηνούς.
Ο Pashley είδε ΒΔ της Ελύρου τα λείψανα του ρωμαϊκού υδραγωγείου της Συίας, που μετέφερε τα νερά της πηγής από το χωριό Λιβαδάς και τροφοδοτούσαν την πόλη και τις ρωμαϊκές θέρμες της. Σώζονται λείψανα αρχαίων κτηρίων, τειχών, τάφοι λαξευτοί, θεμέλια σπιτιών ρωμαϊκών χρόνων, ο Πάσλευ (ΙΙ, 102) είδε επίσης σταυρούς χαραγμένους σε μάρμαρα. (Στ. Σπανάκη, Κρήτη, σελ. 356-361). Είχε συγκροτήσει νομισματική ένωση με την Υρτακίνα, την Έλυρο, τη Λισσό και την Τάρρα, συμμετέχει δε στην ύστερη κλασική περίοδο στο <<Κοινόν των Ορέιων>>. <<Η Συία είναι μικρά πόλη της Κρήτης, και είναι επίνειο της Ελύρου. Ο πολίτης λέγεται Συϊάτης και Συϊεύς>> (Στ.Βυζ.). Σούγια Σελίνου.
Σύρινθος. Μακρύς Γιαλός Σητείας;
<<Η Σύρινθος είναι πόλη της Κρήτης, το εθνικό είναι Συρίνθιος όπως Ολύνθιος, το θηλυκό Συρινθία>> (Στ.Βυζ.).
Σωσάνδρα
<<Η Σωσάνδρα είναι νήσος κοντά στην Κρήτη. Την ονόμασαν έτσι επειδή όταν οι Λύττιοι επιτέθηκαν νύκτα στην πόλη, έσωσε λένε τους ευρισκόμενους μέσα σάυτήν. Ο Νησιώτης λέγεται Σωσάνδριος>> (Στ.Βυζ.).
Τάνος Κοντά στην Κυδωνία;
Τάνος, η. Πόλη της αρχαίας Κρήτης, από τον 6ο π.Χ. μέχρι τον 6ο μ.Χ. αιώνα. Η θέση της είναι άγνωστη, αλλά επειδή τα νομίσματά της μοιάζουν με τα νομίσματα της Κυδωνίας υποθέτουν ότι ήταν κοντά σε αυτήν. Τα νομίσματα αυτά εικονίζουν στη μια όψη τους νεανικό κεφάλι (Διονύσου) στεφανωμένο με κληματίδα ή απλά μόνο το νεανικό κεφάλι και στην άλλη όψη φέρουν τρίποδα και στο βάθος κεραυνό και τα γράμματα ΤΑΝ, ή το σφαιρίδιο με τρεις μηνίσκους και την επιγραφή Τ/Α/Ν, ή Ερμή με φτερωτό πέτασο και την επιγραφή ΤΑΝ/Ι/Τ. Από τα νομίσματα φαίνεται ότι το εθνικό ήταν Τανίται και όχι Τάνιοι που αναφέρει ο Στέφανος Βυζάντιος. Βεβαιώνουν ότι η Τάνος ήταν πόλη ανεξάρτητη και ελεύθερη, αφού είχε δικά της νομίσματα. Την άποψη ότι η πόλη ήταν κοντά στην Κυδωνία ενίσχυσε η πληροφορία που αναφέρεται στην Creta, Sacra, I, !23, Hippocoronium sive Tanus hodie Castrum Apricornum = Ιπποκορώνιον ή Τανός, σήμερο Κάστρο Αποκορώνου. Άρα ταυτίζεται το Ιπποκορώνιον με την Τάνο. Η Τάνο αναφέρεται και στον Κώδικα 918-8392, της 7ης σειράς ιταλικών χειρογράφων της Μαρκιανής Βιβλιοθήκης Tanno.
<<Η Τάνος είναι πόλη της Κρήτης, όπως αναφέρει ο Αρτεμίδωρος στο τέταρτο βιβλίο της γεωγραφίας του. Το εθνικό .είναι Τάνιος.>> (Στ.Βυζ).
Τάρρα. Αγία Ρουμέλη Σφακίων.
Τάρρα, η. Πόλη της δυτικής Κρήτης, κοντά στο στόμιο του φαραγγιού της Σαμαριάς, στη θέση του σημερινού οικισμού της Αγίας Ρούμελης, κοντά στη θάλασσα, πανω σε λόφο στην αριστερή (ανατολική) όχθη του χειμάρρου που κατεβαίνει το Φαράγγι της Σαμαριάς. Ιδρύθηκε πιθανότατα στους κλασικούς χρόνους και υπήρξε σημαντικό θρησκευτικό κέντρο. Άκμασε κυρίως κατά την Ελληνορωμαϊκή περίοδο. Εκεί λατρευόταν κυρίως ο Απόλλων Ταρραίος, από το ναό του οποίου προέρχονται πιθανώς τα διάσπαρτα αρχιτεκτονικά μέλη που βρέθηκαν. Η Τάρρα αναφέρεται από πολλούς αρχαίους συγγραφείς. Αν και μικρή ήταν πόλη ανεξάρτητη, αφου είχε δικά της νομίσματα, που είχαν από το ένα μέρος κεφαλή κρητικού αίγαγρου και βέλος και από το άλλο μέλισσα ενδείξεις για τις απασχολήσεις των κατοίκων της. Η Τάρρα είχε νομισματική σύμβαση με την Έλυρο, την Υρτακίνα και τη Λισό. Τα νομίσματα είναι του 3ου και του 2ου π.Χ. αιώνα, όποτε η Τάρρα ήταν μέλος του κοινού των Κρηταιέων. Είχε ιδρύσει αποικία στον Καύκασο με το ίδιο όνομα. Πιστεύται επίσης ότι ο Τάρρας της Κάτω Ιταλίας ήταν αποικία της. Στα ερείπια ενός από τους ναούς της πόλης (πιστεύεται ότι ήταν του Απόλλωνος) ο Buondelmonti είδε το 1415 μια επιγραφή με ελληινκά γράμματα που έλεγε: αφελού τα πέδιλα, συγκάλυψε την κεφαλήν και είσελθε. Παρόμοια επιγραφή ήταν και στο ναότων Ματάλων. Το έθιμο να εισέρχεται ο πιστός στο ναό ακάλυπτος και ανυπόδητος είναι αρχαιότατο.
Ο Απόλλων ύστερα από το φόνο του Πύθωνος, κατέφυγε στην Τάρρα όπου γίνονταν τελετές καθαρτήρίες στον ιερέα Καρμάνορα για εξιλασμό. Εκεί κατά τον Παυσανία (Φωκικά Χ,16,3) ο Απόλλων <<εν τω οίκω Καρμάνορος συνεγένετο τη νύμφη Ακακαλλίδι>>, η οποία έπειτα εγέννησε δίδυμα, τον Φυλακίδη και τον Φίλανδρο, που τους θήλασε μια αίγα και για αυτό οι Ελύριοι αφιέρωσαν στους Δελφούς μια χαλκή αίγα που θήλαζε δύο νήπια. Στην Τάρρα υπήρχαν εργαστήρια υαλουργίας. Από την Τάρρα καταγόταν ο Λούκιλλος που άκμασε τον 2ο π.Χ. αιώνα, και έγραψε σχόλια στα Αργοναυτικά του Ροδίου Απολλωνίου και ο κιθαρωδός Χρυσόθεμις, γιός του Καρμάνορος, που νίκησε στα Πύθια. Η Τάρρα αναφέρεται μεταξύ των πόλεων που υπόγραψαν τη συνθήκη το 170 π.Χ. με τον Ευμενή Β’ της Περγάμου.
Αναφέρεται από τον Πτολεμαίο (Γεωγραφική Υφήγησις ΙΙΙ, 15, 3). <<Νότιας πλευράς περιγραφή. Λίσσος…Τάρρο…Ποικιλασσός>>. Στους Σταδιασμούς της Μεγάλης Θαλάσσης 329: Από Φοίνικος εις Τάρρον στάδιοι ξ’ (60) πόλις μικρά έστιν έχει όρμον…330: από Τάρρον εις Ποικιλάσιον στάδιοι.
Ο Θεόφραστος αναφέρει (Περί Φυτών Ιστορίαι, ΙΙ, 2,2): Κυπάριττος δε παρά μεν τοις άλλοις από σπέρματος, εν Κρήτη δε και από του στελέχους, οίον επί της ορείας εν Τάρρα. Παρά τούτοις γαρ έστιν η κουριζομένη κυπάριττος. Αυτή δε από της τομής βλαστάνει πάντα τρόπον τεμνομένη και από γης και από του μέσου και από του ανωτέρω. Βλαστάνει δε ενιαχού και από των ριζών, σπανίως δε. Πρώτος ο Πάσλευ επεσήμανε τη θέση της.
Στην περιοχή βρέθηκε λίθινη στήλη με έκτυπο διπλό πέλεκυ, που δείχνει την επιβίωσή της προϊστορικής θρησκείας της Κρήτης κατά τους ιστορικούς χρόνους. Βρίσκεται στο Μουσείο Χανίων.
<< Η Τάρρα είναι πόλη της Λυδίας. Υπάρχει και άλλη στην Κρήτη όπου τιμάται ο Ταρραίος Απόλλων. Υπάρχει και άλλη στον Καύκασο η οποία είναι αποικία των Κρητών. Από την Κρητική Τάρρα κατάγεται ο Λούκιος, ο οποίος έγραψε τρία βιβλία περί παροιμιών, άριστα. Το θηλυκό της κατοίκου λέγεται Ταρραία>> (Στ.Βυζ.).
Τεγέα. Κοντά στην Πολυρρηνία;
Η πόλη άκμασε κατά την Ελληνορωμαϊκή περίοδο. Στον αλφαβητικό κατάλογο των 100 πόλεων της Κρήτης του Κώδικα της Μαρκιανής Βιβλιοθήκης αναφέρεται και η Τεγέα. Ο Κορνέλιο στον αλφαβητικό κατάλογο των 100 πόλεων της Κρήτης αναφέρει: Μυρίνα ή Τεγέα ιδρυθείσα από τον Ταλθύβιο σε τόπο που τώρα λέγεται Καλούς Λιμένες. Αν είναι σωστή πληροφορία του, η Τεγέα ήταν στους Καλούς Λιμένες.
<<Υπάρχει και Τεγέα στην Κρήτη η οποία κτίστηκε από τον Ταλθύβιο. Ο πολίτης λέγεται Τεγεάτης όπως Ελεάτης και το θηλυκό Τεγεάτις. Από εκεί κατάγεται η μελοποιός Ανύτη Τεγεάτις, λέγεται και Τεγεάς όπως Ιλιάς, οξύνεται όπως Σοφοκλής>> (Στ.Βυζ.)
Τρίποδος. Διοδ. Σικελιώτης <<Διότι λένε πως ο Πλούτων γεννήθηκε στο Τριπόδω της Κρήτης από την Δήμητρα και τον Ιάσονα>>.
Ο Ησίοδος (Θεογονία 969), αναφέρει ότι η Δήμητρα συνευρέθει με τον Ιάσονα σε ένα χωράφι, τρεις φορές οργωμένο, ένι τριπόλω Κρήτης εν πίονι δήμω. Σήμερα το όνομα αυτό σώζεται στο χωριό Τριπόδω, στις Μαργαρίτες Μυλοποτάμου, όπου στις τελευταίες ανασκαφές βρέθηκαν αξιόλογα αντικέιμενα. Το ότι έχε παρερμηνευτεί το χωρίο του Ησίοδου και ότι δεν υπάρχει τέτοια αρχαία πόλη, μάλλον είναι λάθος.
Τρίτα. Άλλη ονομασία της Κνωσού (Βλ. Λήμμα).
Τύλισ(σ)ος. Τύλισος Μαλεβυζίου.
Πόλη της Κρήτης, η οποία – μέσω της σύγχρονης κωμόπολης – διατηρεί την ονομασία της για πάνω από 4.000 χρόνια. Η αρχαία Τύλισσος ήταν κτισμένη σε ένα από τα πρώτα χαμηλά πρόβουνα της Ίδης (Ψηλορείτης), η οποία υψώνεται αμέσως δυτικά της. Κατείχε έτσι μια εύφορη γεωργική περιοχή που ισοδυναμεί με το δυτικό τμήμα της πεδιάδας της βόρειας κεντρικής Κρήτης. Εύκολη όμως θα ήταν και η επαφή της με τη θάλασσα που δεν απέχει πάνω από 8 χλμ. Κατά τη Μινωική Εποχή, το επίνειο της Τυλίσου βρισκόταν στο σημερινό χωριό Γάζι. Τα αρχαιότερα ίχνη κατοίκησης στην Τύλισο ανάγονται στην 3η χιλιετία και συνίσταται σε λείψανα οικιών της Πρωτομινωικής Εποχής. Η ζωή της όμως ως οργανωμένου αστικού κέντρου αρχίζει πιθανώς κατά τη Μέση Μινωική Εποχή (αμέσως μετά το 2000 π.Χ.) και γνωρίζει ακμή για 1.000 ίσως χρόνια, έως το τέλος της 2ης π.Χ. χιλιετίας. Οι ανασκαφές του Κρητικού Ιωσήφ Χατζηδάκη, έγιναν κατά τις αρχές του αιώνα (1909-1913, μεταπολεμικά πραγματοποιήθηκαν περαιτέρω ανασκαφές και συντήρηση των ερειπίων), αποκάλυψαν τμήματα του μινωικού οικισμού, στον οποίο κυριαρχούν τρία μεγάλα οικοδομήματα. Παρουσιάζουν όλα εκείνα τα χαρακτηριστικά που διακρίνουν την υψηλής στάθμης μινωική ανακτορική αρχιτεκτονική. Βρέθηκαν χάλκινο τάλαντο, αποθήκες με τρεις τεράστιους χάλκινους λέβητες, λουτρό ή δεξαμενή καθαρμών, αντικείμενα καθημερινής χρήσης, χάλκινα ειδώλια και τοιχογραφίες. Βρέθηκαν επίσης νομίσματα που δείχνουν μια γυναίκα (η Ήρα) με ανθοστόλιστο στέμμα (με φοίνικες) και πίσω ο Απόλλων με τη λέξη ΤΥΛΙΣΙΩΝ. Άλλα παριστάνουν νέο κυνηγό, που κρατά κεφάλι αίγαγρου και τόξο, με την επιγραφή ΤΥΛΙΣΙΩΝ. Πήλινοι σωλήνες υδραγωγείου μετέφεραν το νερό της σημερινής πηγής του Αγίου Μάμα, που υδρεύει και σήμερα το χωριό. Το χάλκινο ειδώλιο και ένα πιθάρι έχουν εγχάρακτη επιγραφή στη Γραμμική Α. Στο ειδώλιο διαβάζομε τη λέξη ναύα. Κατά τον Ησύχιο ναύειν = ικετεύειν, επομένως η επιγραφή μας λέει ότι το ειδώλιο παριστάνει ικέτη.
Για πρώτη φορά διαβάζομε το όνομα της Τυλίσου στις πινακίδες Γραμμικής Β’ γραφής της Κνωσού και Τυλίσου κατά την εποχή αυτή. Τα ευρήματα των γεωμετρικών χρόνων είναι λίγα. Κατά τους ιστορικούς χρόνους, η Τύλισος υπήρξε ανεξάρτητη πόλη – κράτος, κατά περιόδους σύμμαχος ή υποτελής της Κνωσσού. Η ιστορία της όμως )όπως και όλης της Κρήτης) είναι ατελώς γνωστή και κατά βάση μόνο από επιγραφές με σημαντικότερη μία των μέσων του 5ου αιώνα π.Χ. στην οποία αναγράφεται η σύναψη συνθήκης με την Κνωσό με επιδιαιτητή το Άργος.
Υδραμία (ή Ύδραμον). Δράμια Αποκορώνου
Υδράμια ή Ύδραμον. Στο γήλοφο Κεφάλα κοντά στο χωριό Δράμια, της κοινότητας Φυλακής Αποκορώνου βρίσκεται η αρχαία πόλη Ύδραμία ή Ύδραμον, επίνειο της Λάππας στον κόλπο του Αλμυρού. Η Υδραμία φαίνεται να υπήρχε τη μετανακτορική περίοδο, όπως δείχνει λάρνακα που βρέθηκε εδώ. Αλλά στη Ρωμαϊκή περίοδο ήταν στην ακμή της. Βρέθηκαν ρωμαϊκά όστρακα και άγαλμα γυμνού Ηρακλή 0,90 μ. Ρωμαϊκής τέχνης. Εκεί βρισκόταν η μονή του Αγίου Γεωργίου, άλλοτε εξάρτημα της μονής Μυριοφύτων, που ερημώθηκε το 1770 με τη σφαγή όλων των καλόγερων μέσα σε αυτή. Στον κατάλογο των 100 πόλεων της Κρήτης του Κώδικα της Μαρκιανής Βιβλιοθήκης αναφέρεται Idramia, allogiamento de forestieri, era ove hora e il casale Dramia nel confine tra Rettimmo e la Canea. (= Υδράμια. Εγκατάσταση ξένων. Ήταν όπου είναι τώρα το χωριό Δράμια στα σύνορα Ρεθύμνου και Χανίων).
<<Η Υδραμία είναι πόλη της Κρήτης, όπως αναφέρει ο Ξενίων ο οποίος έγραψε τα Κρητικά, οι πολίτες λέγονται Υδραμιείς όπως Μεγαρείς >> (Στ.Βυζ.).
Υρσός (Υρταίοι).
Στο δίτομο έργο <<ΚΡΗΤΗ Ιστορία και Πολιτισμός>>, αναφέρεται στη λέξη Υρταίοι: Πόλη ή κοινόν που προσαρτήθηκε μάλλον από τη Γόρτυνα. Η υπόθεση αυτή, όσο αφορά το <<πόλη>>, είναι σωστή, σύμφωνα με όσα διάβασα πριν μερικά χρόνια στο <<Δίσκο της Φαιστού>> και δημοσιεύτηκαν περιληπτικά στο περιοδικό <<Κρήτη>> και στην εφημερίδα του Ηρακλείου <<Πατρίς>> στις 22/23/24/25-4-1998. Θα αναφέρω εδώ με λίγα λόγια τα απαραίτητα. Στο Δίσκο της Φαιστού έχουν γράψει δια τεχνάσματος Ορφικοί, με αλφάβητο της εποχής των Κωδίκων της Γόρτυνας, ένα κείμενο που μεταξύ άλλων λέει ότι: Όταν ο Σόλων αυτοεξόριστος ήλθε στην πόλη την πάσχουσα από τους κατ’επανάληψη σεισμούς, ορκίστηκε αφού τον μύησαν στα Ορφικά των Φαιστίων και στους θεούς των ντόπιων Στιαίων, έκανε δε θυσία χοίρων όπως θυσιάζουν στην Υρσό χοίρους, και ορκίστηκε ότι θα μείνει για πάντα ομοϊδεάτης τους. Από το κείμενο αυτό φαίνεται ότι η Υρσός ήταν πόλη και κατ’επέκταση το Υρσαίος πρέπει να είναι εθνικό όνομα.
Ύρτακος (ή Υρτάκινος ή Υρτακίνα). Τεμένια Σελίνου
Υρτακίνα, ή (Σκύλαξ 47) Πόλη της Δυτικής Κρήτης, γνωστή και ως Αρτακίνα (Πτολεμαίος ΙΙΙ, 17, 10) και Υρτακός (Στ. Βυζ.). Βρισκόταν στα δυτικά της Ελύρου και της Λισσού, κόντα στο σημερινό χωριό Παπαδιανά, στα νότια του σημερινού χωριού Τεμένια, πάνω στο απότομο και απρόσιτο ύψωμα που ακούεται σήμερα Καστρί, όπου σώζόνται αρχαία ερείπια. Ο Thenon πιστεύει πως ήταν η πρωτεύουσα των Αχαιών στη δυτική Κρήτη και καταστράφηκε από τους Δωριείς. Η περιοχή της ήταν η κοιλάδα του Βλιθιά μέχρι τη θάλασσα. Την περιέβαλλαν δυο σειρές ισχυρότατα τείχη κυκλώπεια, που τα λείψανά τους σώζονται. Ήταν μια πόλη φρούριο όπου οι στρατιώτες ζούσαν με τις γυναίκες και τα παιδιά τους. Σαν αυτόνομη πόλη είχε δικά της νομίσματα όπου εικονίζονταν το κρητικό αγρίμι από το ένα μέρος και από το άλλο μέλισσα, όμοια με της Τάρρας. Άλλα είχαν από το ένα μέρος δελφίνι και από το άλλο αστέρα με 8 ακτίνες, που δείχνει ότι παρ’όλο που ήταν μεσόγεια δεν της ήταν άγνωστη η ναυσιπλοϊα. Η Έλυρος, η Λισός, η Τάρρα και η Υρτακίνα είχαν συνάψει νομισματική ένωση και είχαν τα ίδια νομίσματα, όπως ήταν μέλη στο κοινό των Κρηταιέων, μέσα 3ου π.Χ. αιώνα. Αναφέρεται στις κρητικές πόλεις που υπόγραψαν τη συνθήκη με τον Ευμένη Β’ της Περγάμου το 174 π.Χ. Στην ακρόπολη της βρέθηκε μαρμάρινο ακέφαλο άγαλμα του Πανός με σκέλη τράγου και πόδια δίχηλα, με ιμάτιο, ρωμαϊκών χρόνων. Το 1939 ο Θεοφανίδης ανάσκαωε το Ιερό του Πανός.
Υρτακός ή Υρτακίνος. Πόλις της Κρήτης. Ο πολίτης Υρτακίνος. Πολύβιος δε το θηλυκόν Υρτακίνη από του Υρτακίνος εθνικού. Από Υρτάκου δε Υρτάκος. (Στ.Βυζ.).
Φαιστός. Φαιστός Πυργιώτισσας
Φαιστός. Πανάρχαια και ονομαστή πόλη της Κρήτης, δεύτερη σε σημασία μετά την Κνωσό. Γι’αυτό και η παρουσία της στην αρχαία ελληνική γραμματεία είναι πληθωρική. Αναφέρεται για πρώτη φορά από τον Όμηρο (στο <<Νηών Κατάλογος>> Ιλιάδα Β648-, Οδύσσεια γ269) ως πόλη <<ευ ναιετάωσα>>, δηλαδή καλά κατοικημένη. Μνημονεύεται από τον ίδιο η συμμετοχή της, κατά τους μυκηναϊκούς χρόνους, στον τρωικό πόλεμο. Ο ιστορικός Διόδωρος Σικελιώτης αναφέρει ότι η Φαιστός ήταν μαζί με την Κνωσό και την Κυδωνία, μία από τις τρεις κύριες πόλεις που ίδρυσε ο Μίνωας στην Κρήτη. Αντίθετα ο Παυσανίας και ο Στ. Βυζάντιος υποστηρίζουν ότι την ίδρυσε ο Φαιστός, γιος του Ηρακλή ή γιος του Ρόπαλου. Ειδικότερα η Φαιστός συνδέεται με το Ροδάμανθυ, ο οποίος κατά την παράδοση φέρεται ως γιος του Φαιστού και όχι αδελφός του Μίνωα. Το αρχαίο κέντρο της Φαιστού βρίσκεται σε μια λοφώδη περιοχή που διαγράφεται από τρία υψώματα, στην πεδιάδα της Μεσαράς, στην αριστερή όχθη του Γεροπόταμου, του αρχαίου Ληθαίου, όχι μακριά από τη νότια ακτή της Κρήτης στο Λιβυκό πέλαγος. Ο πρώτος που υπέδειξε με ακρίβεια και ταύτισε τη θέση της Φαιστού, βασιζόμενος στιςυποδείξεις του Στράβωνος, ήταν στα μέσα του περασμένου αιώνα, ο Άγγλος Σπραττ. Υπήρξε το μεγαλύτερο κέντρο της κεντρομεσημβρινής Κρήτης και ονομαστότερη σε όλη τη νήσο πόλη, κατά την περίοδο των Παλαιών Ανακτόρων ή Παλαιοανακτορικής Εποχής.
Η ζωή της διήρκησε 4 περίπου χιλιετίες, από τη Νεολιθική Εποχή (που μας έδωσε ένα τύπο κεραμεικής μοναδικό για αυτή την εποχή, βαμμένης με κόκκινη ώχρα πάνω σε στιλπνή μαύρη επιφάνεια) μέχρι τις παρυφές της Βυζαντινής Εποχής. Γνώρισε τη μεγαλύτερη άνθησή της το α΄ μισό της 2ης π.Χ. χιλιετίας (κατασκευή του πρώτου ανακτόρου και των πολυάριθμων συνοικιών) χάρη και στην προνομιούχο θέση της, καθώς βρισκόταν στην οδό που συνέδεε τα λιμάνια της Φαιστού στις σημερινές τοποθεσίες Μάταλα και Κομός, στη νότια ακτή της νήσου, με την Κνωσό και το λιμάνι της, και αποτελούσε την αρτηρία του εμπορίου μεταξύ της Κρήτης, της Αιγύπτου και πιθανώς των ανατολικών ακτών του Αιγαίου. Βρέθηκε πολλές φορές σε πόλεμο με τη γείτονά της τη Γόρτυνα και στο τέλος την κατάστρεψαν και την κατάσκαψαν οι Γορτύνιοι, γύρω στο 200 π.Χ.
Η Φαιστός ανεξάρτητη και αυτόνομη πόλη είχε δικά της νομίσματα. Ο Σβορώνος αναφέρει πολλούς τύπους. Τα περισσότερα απεικόνιζαν την Ευρώπη με χιτώνα, καθισμένη πάνω στον ταύρο και από την άλλη πλευρά κεφαλή λιονταριού και τις λέξεις ΦΑΙΣΤΙΩΝ ΤΟ ΦΑΙΜΑ ή τον Ερμή καθισμένο σε βράχο. Άλλα εικονίζουν το μυθικό ήρωα Τάλω, νεό, γυμνό με φτερά και στα πόδια του ένα σκύλο. Άλλα παριστάνουν τον Ηρακλή με τη λεοντή.
Οι Γορτύνιοι κατάστρεψαν μόνο την Ελληνιστική Φαιστό, γιαυτό σε όλη την έκταση του ανακτόρου βρέθηκαν ερείπια της ελληνιστικής εποχής, που παραμερίστηκαν, για να μην εμποδίσουν τη θέα των μινωικών ανακτόρων. Μόνο στην πλατεία παρέμειναν τα ελληνιστικά αυτά ερείπια, επειδή, ήταν έξω από το κυρίως ανάκτορο και δεν έβλαπτε η παραμονή τους. Τα διάφορα στρώματα καταστροφής του Μινωικού ανακτόρου οφείλονται σύμφωνα με τα κείμενα που είναι γραμμένα στο <<Δίσκο της Φαιστού>> σε αλλεπάλληλους σεισμούς, αφού η πόλη <<όλο σείεται>> όπως γράφουν οι Φαίστιοι Ορφικοί στο Δίσκο. Οι τελευταίες όμως ανασκαφές (1993-4) που έγιναν από τους Ιταλούς στη Φαιστό απέδειξαν αυτό που γράφει ο Δίσκος για τους αλλεπάλληλους σεισμούς.
Στη Φαιστό, οι Φαίστιοι γιόρταζαν τα Εκδύσια, προς τιμήν της Φυτίης Λατούς, η οποία μεταμόρφωσε την κόρη της Γαλάτειας σε νεαρό.( Η Γαλάτεια είχε παντρευτεί και γέννησε μια κόρη, ενώ ο σύζυγός της ήθελε γιο. Η Γαλάτεια απόκρυψε το φύλο του παιδιού και το ονόμασε Λεύκιππο, και ξεγέλασε το σύζυγο. Αλλά όταν μεγάλωσε το παιδί δεν μπορούσε να συνεχιστεί η απάτη, και η Γαλάτεια έκαμε παράκληση στη θεά Φυτίη Λητώ να μεταμορφώσει την κόρη της σε άνδρα. Η θεά εισάκουσε την παράκληση και το παιδί εκδόθηκε τον παρθενικό πέπλο. Για το θαύμα αυτό οι Φαίστιοι καθιέρωσαν εορτή και την ονόμασαν εκδύσια).
Η Φαιστός ήταν πατρίδα του μάντη και θεοσοφιστή Επιμενίδη, σύγχρονου του Σόλωνα των Αθηνών (Πλουτάρχ. Σόλων 12). Ο Επιμενίδης προσκλήθηκε στην Αθήνα, για να την καθαρίσει από το Κυλώνειον άγος το 596 π.Χ. Θεωρούνταν ένας από τους επτά σοφούς της Ελλάδας. Λόγω της φιλίας του φαίνεται με τον Σόλωνα, ο δεύτερος αυτοεξόριστος επισκέφτηκε τη Φαιστό, σύμφωνα με το <<Δίσκο της Φαιστού>>, όπου μυήθηκε στα Ορφικά των Φαιστίων και κάνοντας θυσία υποσχέθηκε να μείνει για πάντα ομοϊδεάτης τους. Για το <<Δίσκο της Φαιστού>>, ο οποίος βρέθηκε στη βόρεια πλευρά του ανακτόρου σε στρώμα διαταραγμένο (ήταν αναμειγμένα, υλικά ανακτορικής εποχής με Ελληνιστικής), ότι έχει γραφτεί πριν από την προηγούμενη ανάγνωση, στηρίζεται μόνο σε υποθέσεις. Είχε επικρατήσει η υποθετική άποψη ότι το κείμενο είναι ύμνος προς την θεότητα. Βέβαια πάνω στο Δίσκο δεν είναι γραμμένο μόνο το κείμενο της Ελληνικής Κρητικής Διαλέκτου. Εδώ έχομε ένα πραγματικό μήνυμα των Φαιστίων προς αυτούς που θα εύρισκαν το Δίσκο, με το οποίο περιγράφεται με κείμενα, με εικόνες, με γεωμετρικά σχήματα και σύμβολα Ορφικά ο πολιτισμός της περιοχής στο πέρασμα των αιώνων μέχρι την Ελληνιστική εποχή. Φυσικά δεν είναι δυνατόν να αναφέρομε περισσότερα εδώ για το <<Δίσκο της Φαιστού>>, λόγω έλλειψης χώρου. Ο Δίσκος βρίσκεται στο Μουσείο Ηρακλείου Κρήτης, στην προθήκη 41, και αποτελεί μέχρι σήμερα, ως μήνυμα και κατασκευή ένα από τα κορυφαία δημιουργήματα ή μια κορυφαία πράξη του ανθρώπου στο πέρασμα του από αυτόν τον πλανήτη. Η αξία του Δίσκου θα γίνει κατανοητή μόνον όταν κορυφαίοι αστροφυσικοί, θρησκιολόγοι, μαθηματικοί, γεωμέτρες, σεισμολόγοι, γεωλόγοι, ιστορικοί και πολλοί άλλοι των θετικών ειδικά επιστημών αναλύσουν ο καθένας από την πλευρά της επιστήμης του τα μηνύματα που του έστειλαν οι Φαίστιοι.
Το ελληνικό κείμενο στο Δίσκο της Φαιστού.
Α πλευρά.
ΟΣ ΟΤΑΝ ΟΤΕΩΝ ΟΣΨΙΑ ΠΟΛΙΝ ΦΕΣΤΟ ΟΣΟ ΕΣΟ. ΟΤΑΝ ΠΟΛΙΝ ΟΣΥ ΙΠΙ. ΠΟΛΙ ΟΤΑΝ ΟΨΕΕΙ ΟΛΟ ΣΕΙ. ΕΡΦΕΦΕΙ ΟΕΩΝ ΜΥΣΝ. ΕΜΦΕΟ ΟΤΕΩΝ ΣΌΛΩΝ ΟΨΟΙ ΑΣΤΥ. ΟΡΦΕΩ ΤΩΝ ΟΤΕΩΝ ΕΟΣΟ ΟΜΝΩΝ.
Μετάφραση.
Όταν στο οσοδήποτε μακρινό μέλλον θα είσαι στην περι ού ο λόγος καλυμμένη (σκεπασμένη) πόλιν τους. Όταν η πόλη έτσι καταπλακώθηκε. Όταν απ΄ότι φαίνεται η πόλη όλο σείεται. Αφού επέτρεψε έβγαλαν λόγο και τον εμύησαν. Αυτοεξόριστος απ΄ότι φαίνεται ο Σόλων στην πόλη τους. Στα Ορφικά τα δικά τους ορκίστηκε.
Β πλευρά.
ΕΟΙ ΟΙ ΞΕΙΕΤΕΩΝ. ΕΟΙ ΕΥΤ ΟΛΩΝ. ΩΣΥ ΥΡΣΩ ΟΣΕΕΝΩΝ ΣΥΩΝ. ΟΙ ΣΤΙΕΩΝ ΣΥΩΝ. ΤΩ ΞΕΙΕΤΕΩΝ ΣΥΩΝ. ΟΙ ΣΤΙΕΩΝ ΟΨ ΕΤΕΟΝ ΟΜΝΩ. ΕΥΝΩΝ ΕΣΟ. ΑΣΜΩΝ ΠΙΩ. ΟΟΣΩ ΟΜΟΩΝ ΑΪΝ. ΩΣΥ ΟΜΦΕ ΣΟΛΩΝ.
Μετάφραση.
Θεοί των οικοδεσποτών. Θεοί στους οποίους προσεύχονται και θυσιάζουν όλοι. Όπως στην Υρσώ κάθε χρόνο χοίρους. Στους (Θεούς) των Στιέων προσφέρουν χοίρους. Δια τούτο στους θεούς των οικοδεσποτών προσφέρουν χοίρους. Στους θεούς των Στιέων μα την αλήθεια ορκίζομαι. Μου είστε συμπαθείς. Ευχαριστημένος είμαι. Και προβλέπω να είμαι πάντα ομοϊδεάτης σας. Έτσι πρόβλεψε ο Σόλων.
Φαιστός: Πόλις Κρήτης, οξυτόνως το γαρ βαρύτονον κύριον εκτίσθη υπό Φαίστου του Ροπάλου, Ηρακλέους παιδός. Ο πολίτης Φαίστιος και Φαίστια και Φαίστιον και Φαιστιάς. Έστι δε τις Λισσής αιπεία τε εις άλα πέτρη. Έστι και Αχαϊας, ως Ριανός εν Αχαϊκών τρίτω το εθνικόν ομοίως Φαίστιος. Έστι και από του Φαιστίνος Φαιστίνιος. Έστι και άλλη Φαιστός Πελοποννήσου η πρότερον Φρίξα καλούμενη. (Στ.Βυζ.).
Φαιστός πόλις Κρήτης. Όμηρος (γ296) <<ες Φαιστόν. Μικρός δε λίθος μέγα κυμ’αποέργει>>. (Σούδα).
Φαλάννα(ι). Βένι Αμαρίου;
Η Φάλαννα αναφέρεται και στον πίνακα των Θεωροδόκων της Δελφικής Επιγραφής. Αναφέρεται επίσης σε κατάλογο των Εκατό αρχαίων πόλεων της Κρήτης: Phalana, da quale e Phalenide peripaticio. (=Φάλαννα από την οποία είναι Φαλενίδης ο περιπατητικός). Η Φάλαννα θεωρήθηκε αποικία της ομώνυμης αχαϊκής πόλης της Θεσσαλίας. Ο Σβορώνος αναφέρει νόμισμα με κεφαλή της Ήρας στεφανωμένη και πίσω δύο ιχθύες και ανάμεσα τους ένα ζώο. Αυτό σημαίνει ότι ήταν πόλη ελεύθερη και ανεξάρτητη.
Ο Στ. Βυζάντιος αναφέρει και την Φάλαννα της Κρήτης, από την οποία κατάγεται ο Φανιάδης ο περιπατητικός, ο πολίτης λέγεται Φαλανναίος και Φαλανναία το θηλυκό.
Φαλάνναια. Πιθανόν στο χωριό, Βένι Αμαρίου.
Φαλανναία. Πόλη της αρχαίας Κρήτης. Πολλοί την ταυτίζουν με την πόλη Φάλαννα, της οποίας σώζονται ασημένια νομίσματα. Πιστεύεται ότι πρόκειται για το εθνικό θηλυκό Φαλανναία.
<<Η Φαλάνναια είναι πόλη της Κρήτης, ο πολίτης λέγεται Φαλανναιεύς, όπως του Ήραια Ηραιεύς>> (Στ.Βυζ.).
Φαλάσαρνα. Ακρωτήριο Κούτρι Κισάμου.
Φαλάσαρνα, η. Η δυτικότερη πόλη της Κρήτης, με σημαντικό λιμάνι, που συχνά χρησίμευε και ως επίνειο της Πολυρρήνιας. Δεν πήρε μέρος στο κοινό των Κρηταιέων, επειδή βρισκόταν υπό πτολεμαϊκή κατοχή. Το 184 π.Χ. κατελήφθη προσωρινά από τους Κυδωνιάτες. Ερείπια της Φαλάσαρνας αναγνωρίστηκαν στο ακρωτήριο Κουτρί και στους πρόποδες της χερσονήσου Κωρυκίας (Γραμπούσας). Σώζονται τμήματα της ακρόπολης και πύργων του τείχους, υδατοδεξαμενές τοίχοι οικιών και ναών αφιερωμένων στη Δίκτυννα και στον Απόλλωνα. Όλα χρονολογούνται από τον 6ο π.Χ. ως τον 4ο μ.Χ. αιώνα. Από τις λιμενικές εγκαταστάσεις δεν σώζονται σαφή ίχνη, αφού η στάθμη της θάλασσας έχει ανέβει. Στα νοτιοανατολικά της πόλης βρίσκονταν οι νεκροπόλεις με τους λαξευτούς και τους λακκοειδείς τάφους. Από αυτούς προέρχονται αγγεία κλασικών και ελληνιστικών χρόνων. Σαν ανεξάρτητη και αυτόνομη πόλη είχε δικά της νομίσματα που είχαν από το ένα μέρος κεφαλή γυναίκας με ενώτια και από το άλλο τα γράμματα ΦΑ ανάμεσα σε μια τρίαινα. Αναφέρεται στον κατάλογο των κρητικών πόλεων που υπόγραψαν τη συνθήκη με τον Ευμένη Β’ της Περγάμου. Ο Πολύβιος αναφέρει ότι το 184 π.Χ. την κατάλαβαν οι Κυδωνιάτες, αλλά ο Ρωμαίος Άππιος τους διέταξε και την εγκατάλειψαν. Σήμερα σώζονται αναληματικοί τοίχοι που στήριζαν τα διάφορα επίπεδα όπου ήταν η πολιτεία, κτισμένη με τετραγωνισμένες ακατέργαστες πέτρες δίχως συνδετική ύλη, όπως οι παρόμοιοι τοίχοι αντιστήριξης στην Λατώ Ετέρα. Σώζονται επίσης υπολείμματα από τα κυκλώπεια τείχη της, θεμέλια σπιτιών με τα κατώφλια ακόμη στη θέση τους, ερείπια ναού της Αρτέμιδος Δικτύννης ή του Απόλλωνος. Ο Πάσλευ επισκέφτηκε τη Φαλάσαρνα τον Απρίλη του 1834. Είδε 30 περίπου τάφους λαξευτούς στο βράχο, όπως στα Μάταλα, και ένα πέτρινο θρόνο, που υποθέτουν ότι ήταν αφιερωμένος στον Ποσειδώνα, επειδή ήταν ναυτική πόλη. Αλλά επειδή υπήρχε ναός της Δικτύννης Αρτέμιδος ο Πάσλευ πίστευε πως ήταν αφιερωμένος στη Δίκτυννα. Αντίθετα ο Σπράττ υποθέτει ότι δεν ήταν θρόνος, γιατί οι διαστάσεις του δεν επιτρέπουν τέτοια χρήση, αλλά μάλλον βήμα από το οποίο μιλούσαν οι ρήτορες. Ο Πέτλεμπούρυ είδε πολλά ελληνιστικά και ρωμαϊκά όστρακα στην επιφάνεια του αρχαίου χώρου και στις τοποθεσίες Μετόχι και της Παναγιάς το Λιβάδι, δεξαμενές, υδραγωγείο και δωρικά κιονόκρανα. Στα Λουθούρια και την Αναλάβωση τάφους. Το 1960 συνελέγησαν στη Φαλάσαρνα ταφικοί πίθοι και βρίσκονται σήμερα στο Μουσείο Χανίων.
<<Η Φαλάσαρνα είναι πόλη της Κρήτης, ο πολίτης λέγεται Φαλασάρνιος, όπως λέει ο Ξενίων>> (Στ.Βυζ.).
Φαραί. Μεσόγεια πόλη της Κρήτης, στην περιοχή της Λιγόρτυνο.
Ο Στ. Βυζάντιος αναφέρει και την Κρητική πόλη Φαραί, η οποία είναι αποικία της αντίστοιχης πόλης της Μεσσήνης, όπως γράφει ο Φίλων
Φελαία. Ακρωτήρι Τράχηλας Κισάμου.
Φοινικούς. Λουτρό Σφακίων
Φοινικούς, ο. Συχνή ονομασία λιμένων, από τους οποίους πιο γνωστοί είναι των Κυθήρων, της Κρήτης, της Μεσσηνίας, της Παμφυλίας, της Σικελίας και της Λιβύης. Η ονομασία αυτή οφείλεται προφανώς στην εγκατάσταση στις περιοχές αυτές Φοινίκων εμπόρων.
Ήταν επίνειο της Ανώπολης Σφακίων και για αυτό λεγόταν Κάτω Πόλη. Σώζονται υπόγειοι θόλοι και ερείπια όλων των εποχών, ρωμαϊκά λείψανα, θεμέλια οικοδομών, επιγραφές, τάφοι, τοίχοι αντιστήριξης κλπ. Στο Φοινικούντα υπήρχαν εργαστήρια επεξεργασίας και χρήσης πορφύρας. Τα ερείπια της βυζαντινής πόλης είναι κοντά στον κόλπο του Λουτρού, και φθάνουν μέχρι την τοποθεσία Φοινικιές, που διατηρεί το αρχαίο όνομα. Από τον Κλαύδιο Πτολεμαίο αναφέρεται Φοινικούς λιμήν και Φοίνιξ πόλις. Αναφέρεται επίσης στους Σταδιαμούς της Μεγάλης Θαλάσσης, 328: Από Απολλωνίας εις Φοίνικα στάδιοι ρ’ (100) πόλιν και λιμένα και από Φοίνικος εις Τάρραν στάδιοι ξ’. Την Απολλωνία τοποθετεί η Γκαρντούσι στο χάρτη στην περιοχή του Πλακιά του Αγίου Βασιλείου, Ρεθύμνου.
Φοινικούς. Πόλις Κρήτης. Εστι και νήσος προς τη Λυκία. Εστι και Φοινικούς λιμήν. Θουκυδίδης ογδόη. Το εθνικό Φοινικούντιος και Φοινικούσιος, ως Σελινούντιος και Σελινούσιος. (Στ.Βυζ.).
Φοίνιξ Λαμπαίων. Πλακιάς Αγίου Βασιλείου;
Παράλιος αρχαίος οικισμός στα νότια παράλια της Κρήτης. Αναφέρεται από το Στράβωνα (Χ,475):Φοίνικας των Λαμπαίων, που πιστεύεται ότι ήταν στην περιοχή του παράλιου σημερινού οικισμού Πλακιάς, επαρχίας Αγίου Βασιλείου Ρεθύμνου. Ο χαρακτηρισμός των Λαμπαίων έγινε, προφανώς, για διάκριση από τον Φοίνικα των Σφακίων, γιατί ανήκε στους Λαμπαίους, τους κατοίκους της Λάμπης ή Λάππας της αρχαίας πόλης Λάππα, που ήταν στη θέση της σημερινής Αργυρούπολης.
Χαλκητόριον. Άγνωστη θέση.
<<Το Χαλκητόριον είναι πόλη της Κρήτης, ο πολίτης λέγεται Χαλκητορεύς, όπως αναφέρει ο Απολλόδωρος στο τέταρτο από τα χρονικά και ο Κρατερός στο περί ψηφισμάτων αποκαλεί αυτούς Χαλκήτορας>> (Στ.Βυζ.).
Χερρόνησος ή Χερσόνησος. Χερσόνησος Πεδιάδος
Χερσόνησος, η. Ισχυρή πόλη της Κρήτης στα βόρεια παράλια του νησιού. Ήταν επίνειο της Λύκτου και βρισκόταν ανάμεσα στο Ηράκλειο και την Ολούντα. Ο Πλούταρχος αναφέρει ότι ιδρύθηκε από τα παιδιά των κατοίκων της Ίμβρου και της Λέσβου οι οποίοι τα απόκτησαν με Αθηναίες (Βραβρώνα) τις οποίες είχαν απαγάγει και τα οποία με τη σειρά τους παντρεύτηκαν Σπαρτιάτισες. Τα έδιωξαν από τη Σπάρτη με τις γυναίκες τους, με χρήματα και πλοία και μάλιστα με αρχηγούς των τους Λακεδαιμονίους Πόλλιν, Δέλφον και Κραταϊδαν. Αυτό αληθεύει, διότι σε σφραγίδα με ιερογλυφικά από τη Λύττο διαβάσαμε λέξεις οι οποίες αποδίδονται στη Σπαρτιατική διάλεκτο. Οι κάτοικοι αυτοί έφεραν μαζί τους ένα άγαλμα της Αρτέμιδος. Ο Στράβων αναφέρει ένα ναό της Βριτομάρτεως, της κρητικής θεάς που απεικόνισαν οι Χερσονήσιοι στα νομίσματά τους. Η πόλη πήρε μέρος στο κοινό των Κρηταίεων (μέσα του 3ου αιώνα π.Χ.) και αργότερα συμμετείχε στη συνθήκη ειρήνης που σύναψαν οι κρητικές πόλεις με τον Ευμένη Β’ της Περγάμου. Στις επιγραφές του 2ου και του 1ου π.Χ. αιώνα αναφέρεται ως <<παραθαλάσσια Λύκτος (Λύττος)>>. Οι κάτοικοι των δυο πόλεων θεωρούνταν συγγενείς και είχαν στενές οικονομικές σχέσεις. Μάλιστα μια επιγραφή θεωρεί τους κατοίκους των δύο πόλεων Λύττιους:<<α των Λυττίων>> των τε την άνω πόλιν οικούντων και των επί θάλασσα>> (Β.Γ.Θ. 1885 σελ. 17). Οι ανασκαφές στον Λιμένα Χερσονήσου έφεραν στο φως ίχνη μινωικής εγκατάστασης. Κατά τους κλασικούς χρόνους η ακρόπολη βρισκόταν στη χερσονησώδη προβολή της ακτής. Η ρωμαϊκή πόλη εκτεινόταν στα νότια και δυτικά της ακρόπολης. Έχουν βρεθεί ίχνη του ρωμαϊκού θεάτρου (που ήταν εν μέρει ορατό ως το 1897), λιμενικά έργα και οικίες. Στη θέση του ναού του Αγίου Νικολάου ίσως βρισκόταν ο ναός της Βριτομάρτεως. Εκεί ο Μαρινάτος βρήκε επιγραφή δίστιχο που αναφέρεται στην <<Βριτομάρτιν>>, του πρώτου αιώνα π.Χ.: <<Ευκλείδας και Λύκος οι Αλεξιμάχω – Βριτομάρτι χαριστήριον>>.
Στη θέση Πόλη, βρέθηκε επιγραφή σε μαρμαρόπετρα, που περιέχει συνθήκη μεταξύ Γορτυνίων και Κνωσίων, τεμάχια αγαλμάτων και αρχιτεκτονικά μέλη οικοδομών. Μετέφεραν το νερό από μακρινές περιοχές με κτιστά υδραγωγεία. Στο 25 χλμ. Του δρόμου Ποταμιές – οροπέδιο Λασιθίου, σώζονται ερείπια γιγαντιαίας υδατογέφυρας, που ΄εδωσε το όνομα Ξεροκαμάρες στην τοποθεσία. Επίσης στο δρόμο Χερσόνησο – Καστέλι Πεδιάδος, στη θέση μετά το Άγιο Πνεύμα, φαίνονται τα ερείπια άλλης υδατογέφυρας του υδραγωγείου Χερσονήσου, το οποίο όπως διαπίστωσε ο Νικ. Οικονομάκης μετέφερε το νερό στη ρωμαϊκή Χερσόνησο από την πηγή Κουτσουνάρα, που βρίσκεται σε μικρή απόσταση ΝΑ από το Καλό Χωριό, επαρχία Πεδιάδος. Πολλά νομίσματα της Χερσονήσου παριστάνουν κεφαλή της Αρτέμιδος και από το άλλο μέρος τον Απόλλωνα γυμνό, καθισμένο σε κορμό δένδρου, κρατώντας τη λύρα. Άλλα παριστάνουν τον Ηρακλή, άλλα την κεφαλή της Αθηνάς κλπ και τη λέξη ΧΕΡΣΟΝΑΣΙΟΝ.
Η πόλη διατήρησε τη σπουδαιότητά της κατά τη πρωτοβυζαντινή περίοδο, και ακολούθησε τις περιπέτειες της Κρήτης κατά την περίοδο της Ενετοκρατίας και της Τουρκοκρατίας. Είχε παρακμάσει μόνο κατά την περίοδο της Αραβοκρατίας.
Ο Στ. Βυζάντιος αναφέρει ότι υπάρχει νησί κοντά στην Κρήτη το οποίο ονομάζεται Χερρόνησος, πάνω στο οποίο υπάρχει ομώνυμος μικρή πόλη. Επίσης ότι υπάρχει πόλη με το όνομα αυτό κοντά στη θάλασσα μεταξύ Κνωσού και Ολούντος. Οι πολίτες λέγονται Χερρονησίται και Χερρονήσιοι όπως γράφει ο Ξενίων στα Κρητικά. Το εθνικό αυτών είναι Χερρονήσιος.
Χερσόνησος. Ακρωτήριο Σφηνάρι Κισάμου;
Αρχαία πόλη της Δυτικής Κρήτης Ρωμαϊκής περιόδου. Τοποθετείται στη δυτική παραλία της Κρήτης, στο σημερινό όρμο Σφηνάρι Κισάμου. Αυτή η Χερσόνησος, όπως και τα Φαλάσαρνα ήταν λιμάνια της Πολυρρηνίας. Αναφέρεται από τον Πτολεμαίο (Γεωγραφική Υφήγησις ΙΙΙ, 15, 2) και από τον Στράβωνα (ΧVII, 838).
Ψυχίον, το. Ακρωτήριο Μέλισσα Αγ. Βασιλείου
<<Το Ψυχίον είναι τόπος της Κρήτης στον οποίο υπάρχει ομώνυμος πόλη, το εθνικό Ψυχιεύς>> (Στ.Βυζ.)
Ώλερος. Μεσελέροι Ιεράπετρας
Ώλερος. Αρχαία πόλη της Κρήτης. Ήταν χτισμένη σε ένα ύψωμα, βορειοανατολικά της Ιεράπυτνας και έχει ορατότητα και στο Κρητικό και στο Λιβυκό πέλαγος. Η Ώλερος από πολύ παλιά κατακτήθηκε από τους γείτονές της, Ιεραπυτνίους. Οι κάτοικοί της λάτρευαν, την Ωλέρια Αθηνά και για να την τιμήσουν καθιέρωσαν τα Ωλέρια, μια από τις πιο σπουδαίες εορτές της Ωλέρια και της Ιεράπυτνας. Το όνομα του χωριού Μεσελέροι, στη θέση του οποίου ήταν η αρχαία πόλη, είναι παραφθορά του αρχαίου ονόματός της. Η ΄Ωλερος ήταν, ως φαίνεται, εξάρτημα της πλησιόχωρης ισχυράς Ιεράπετρας. Για αυτό δεν είχε δικά της νομίσματα και μόνο από το Στ. Βυζάντιο αναφέρεται, και σε επιγραφές. Το όνομα Ώλερος είναι αρχαίο ελληνικό.

<< Η Ώλερος είναι Κρητική πόλη, για την οποία ο Ξενίων στα Κρητικά, λέει ότι είναι κτισμένη σε υψηλό τόπο κοντά στην Ιεράπυτνα. Ο πολίτης λέγεται Ωλέριος και η Αθηνά Ωλερία , το ουδέτερο Ωλέριον. Λέει ο ίδιος ότι την εορτή που ήταν αφιερωμένη στη θεά αυτή πειραν από εδώ οι Ιεραπύτνιοι και την ονομάζουν Ωλέρια>> (Στ.Βυζ.).

ΤΕΛΟΣ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Το ιστολόγιο είναι ανοιχτό σε οποιονδήποτε σχολιασμό, αρκεί να μην είναι απρεπής. Τα αισχρόλογα θα διαγράφονται άμεσα.