Σάββατο, Μαρτίου 28, 2020

ΟΙ ΑΡΧΑΙΕΣ ΠΟΛΕΙΣ ΤΗΣ ΚΡΗΤΗΣ (Δ)


(Από το βιβλίο: ΟΙ 147 ΠΟΛΕΙΣ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΚΡΗΤΗΣ).

Καυδώ
<< Η Καυδώ είναι νησί κοντά στην Κρήτη, όπου υπάρχουν άγριοι όνοι μεγάλοι>>(Σούδα).
Στις Πράξεις των Αποστόλων αναφέρεται ως <<Κλαύδος νήσος εν η πόλις ονόματι Κλαύδη>>. Ο Στράβων την αναφέρει ως Γαύδο. (Βλ. λέξη Καυνός).
Καύνος, η (ή Καύδος). Το νησί Γαύδος.


Η ιστορία της Γαύδου ξεκινά από τους νεολιθικούς χρόνους, αφού τα πρωϊμότερα επιφανειακά υπολείμματα που βρέθηκαν, μοιάζουν να ανάγονται στην τελική Νεολιθική και Πρωτομινωική περίοδο. Πληροφορίες για την κατοίκηση της Γαύδου από τους νεολιθικούς χρόνους έχουμε από τους αρχαίους συγγραφείς Ηρόδοτο, Στράβωνα, Πτολεμαίο, Ιεροκλή. Γεγονός πάντως είναι, ότι η Γαύδος κατοικείται ανελλιπώς από την 3η χιλιετηρίδα π.Χ. έως σήμερα κάτι που αποδεικνύεται από τις αρχαιότητες που χρονολογούνται από τα νεολιθικά έως και τα βυζαντινά χρόνια. Μέχρι στιγμής έχουν εντοπισθεί 62 αρχαιολογικές θέσεις, από τις οποίες έχουν ερευνηθεί συστηματικά οι 50. Ορατά λείψανα μεγάλης εγκατάστασης που άκμασε κατά τους ιστορικούς χρόνους (Ελληνιστική και Ρωμαϊκή περίοδο) διακρίνονται στην περιοχή του Αϊ-Γιάννη και στον όρμο του Λαυρακά, που έχει ήδη κηρυχθεί αρχαιολογικός χώρος. Το 1927 συνέβη ένα γεγονός που έριξε φως σε μια σπουδαία πτυχή του ιστορικού παρελθόντος της Γαύδου. Ο αρχαιολόγος F. Halbherr ανακάλυψε στο Πραιτόριο της Γόρτυνας, στην περιοχή του Ηρακλείου, τα δύο πρώτα τμήματα μιας επιγραφής χαραγμένης σε πωρόλιθο. Πολλά χρόνια αργότερα, το 1960, βρέθηκε εντοιχισμένο σ’ ένα αγροτόσπιτο στην περιοχή Μεσαράς του Ηρακλείου, το τρίτο τμήμα της ίδιας επιγραφής. Η μελέτη της ολοκληρωμένης πια επιγραφής έφερε στο φως την περίφημη Συνθήκη, που συνήφθη μεταξύ Γορτυνίων και Καυδίων και αποδεικνύει τη σχέση που υπήρχε ανάμεσα στην παντοδύναμη τότε Γόρτυνα και στην Γαύδο, τον 3ο αιώνα π.Χ. Το κείμενο είναι γραμμένο στη δωρική κρητική διάλεκτο της εποχής και περιγράφει τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις της Γαύδου έναντι της Γόρτυνας. Σε σύντομη ελεύθερη μετάφραση οι Γορτύνιοι παραχωρούν στους κατοίκους της Γαύδου το δικαίωμα “να κατοικούν στο νησί τους ελεύθεροι και αυτόνομοι, με δικά τους δικαστήρια και νόμους και με το καθεστώς που καθόρισαν οι Γορτύνιοι. Οι κάτοικοι της Γαύδου υποχρεούνται να ακολουθούν τους Γορτύνιους σε πόλεμο και ειρήνη και να καταβάλλουν τη δεκάτη, δηλαδή το 1/10 από τα γεννήματα που παράγει η γη τους εκτός από τα ζώα, τα λαχανικά και την πρόσοδο των λιμένων. Επίσης να δίνουν κάθε χρόνο πέντε χιλιάδες χόες αλατιού από τη συνολική παραγωγή. Επιπλέον διακόσιους μεδίμνους από τους καρπούς του κέδρου (κεδροκούκια) αν η σοδειά είναι καλή και εξήντα μεδίμνους αν η σοδειά δεν είναι καλή ”.
Το πολύτιμο αλάτι και το κεδρέλαιο που χρησιμοποιείτο στη φαρμακευτική και τη συντήρηση των πλοίων ήταν τα κύρια προϊόντα της Γαύδου, ενώ οι πρόσοδοι των λιμανιών ήταν η κύρια πηγή πλούτου. Ένα άλλο σημαντικό αρχαιολογικό εύρημα της Γαύδου είναι το ακέφαλο γυναικείο άγαλμα, που μετέφερε το 1865 στο Βρετανικό Μουσείο ο Άγγλος μηχανικός και περιηγητής Spratt και πιθανόν χρονολογείται στον 2ο μ.Χ. αιώνα.
Με την κυριαρχία των Ρωμαίων η Κρήτη, καθώς και όλη η Ελλάδα, παρακμάζει. Την Γαύδο την ξαναβρίσκουμε τον 2ο μ.Χ. αιώνα, όταν ο αυτοκράτωρ Ανδριανός την παραχωρεί στη Σπάρτη. Σε μια σχετική επιγραφή που βρέθηκε αναφέρονται οι λέξεις “Επιμελητής Καύδου”. Στην παλαιοχριστιανική εποχή η Γαύδος ήταν βυζαντινή επαρχία με δικό της επίσκοπο. Στην περίοδο της κυριαρχίας των θαλασσών από τους Άραβες και τους πειρατές η Γαύδος παρακμάζει και επανεμφανίζεται πολύ αργότερα, κατά την περίοδο της Ενετοκρατίας. Τότε ανοίγουν και πάλι οι θαλάσσιοι δρόμοι στο Κρητικό και Λιβυκό Πέλαγος και η Γαύδος ξαναγίνεται εμπορικός σταθμός. Οι πειρατικές επιδρομές όμως εμποδίζουν την κατοίκησή της και οι Ενετοί σκέπτονται να την οχυρώσουν. Τα σχέδια τους δεν εκπληρώθηκαν εξ αιτίας του μεγάλου κόστους των οχυρωματικών έργων.
Ο Στ. Βυζάντιος αναφέρει μια πόλη στην Καρία και μια στην Κρήτη με αυτό το όνομα. Το εθνικό είναι Καύνιος και Καυνία και Καυναίος.).
Κεραία, η. Ρόκκα Κισάμου;
Η Κεραία ήταν πόλη αυτόνομος της Κρήτης, και είχε κόψει δικά της νομίσματα, στα οποία εικονίζονται η Άρτεμις και ο Απόλλων. Ο κάτοικος ελέγετο Κεραϊτης ή Κερέτης. Ήταν σύμμαχος της Πολυρρηνίας κατά τους πολέμους μεταξύ αυτών και της Κνωσού (221-220 π.Χ.). Ο Πολύβιος τοποθετεί τους <<Κερέτας>>, κοντά στο Πολυρρήνιον, προπάντων από τα νομίσματα τους, οι τύποι των οποίων είναι όμοιοι με του Πολυρρηνίου (έχουν στη μια όψη την κεφαλή της Αρτέμιδος δαφνοστεφανωμένης με φαρέτρα στον όμο και από την άλλη τη λέξη ΚΕΡΑΙΤΑΝ μέσα σε στεφάνι από φοίνικα). Ο Bursian έχει την ίδια γνώμη αναζητώντας την θέση της πόλης στα αρχαία ερείπια, τα οποία υπάρχουν στο σημερινό χωριό Ρόκκα της επαρχίας Κισσάμου. Οι κάτοικοι της Κεραίας αναφέρονται μεταξύ αυτών που συμμάχησαν με τον Ευμένη Β΄. Η Σούδα αναφέρει την Κεραία, λέγοντας ότι ο γνωστότατος ποιητής Κρητικός Ριανός ήταν από την Βήνη ή την Κεραία:
<<Ριανός ο και Κρής ων, Βηναίος (Βήνη δε πόλις Κρήτης), τινές δε Κεραιτήν>>. Επίσης ο Στ. Βυζάντιος μιλώντας για την πόλη Βήνη, λέει ότι ο Ριανός ήταν <<Βηναίος ή Κεραιάτης>>.
Κίσαμος, η. Καστέλι Κισάμου. Λιμάνι της Πολυρρήνιας.
Ο Πλιν. 4,12,59 την τοποθετεί κοντά στην Πέργαμο και στην Κυδωνία. Ο δε Ιεροκλ. Συνέκδ. Σελ. 14, μεταξύ Κυδωνίας και Καντάνου. Η <<Κίσαμος πόλις>> όπως την αναφέρει ο Πτολεμαίος (3,17,8), βρισκόταν στον σημερινό κόλπο της Κισάμου στα σωζόμενα ερείπια, κοντά στο Καστέλι Κισάμου. Αν και βρισκόταν κοντά στην μεγάλη πόλη Πολυρρηνία της οποίας ήταν λιμάνι, υπήρξε αυτόνομος και έκοψε δικά της νομίσματα. Τα νομίσματά της είχαν από το ένα μέρος κεφαλή του Ερμή με πέτασο -απόδειξη της εμπορικότητας της- και από το άλλο μέρος δελφίνι, σαν πόλη παράλιος, και τα γράμματα: ΚΣ/ΙΩ. Το αρχαίο λιμάνι ήταν στη θέση του σημερινού Μαύρου Μώλου. Τα λείψανα της αρχαίας πόλης βρίσκονται μακριά από τη θάλασσα, γιατί ανυψώθηκε το έδαφος της Δυτικής Κρήτης. Η Κίσαμος γνώρισε ιδιαίτερη άνθιση κατά τη ρωμαϊκή περίοδο, όπως μαρτυρούν τα ανασκαφικά ευρήματα. Είχε δε την περίοδο αυτήν περίφημο θέατρο. Τα ψηφιδωτά δάπεδα της Κισάμου θεωρούνται από τα καλύτερα του είδους (2ος και 3ος μ.Χ. αιώνας). Στη θέση Κρύα Βρύση σώζονται ερείπια του Ρωμαϊκού Υδραγωγείου. Κατά τη βυζαντινή περίοδο ήταν έδρα Επισκόπου. Σώζεται σήμερα το βυζαντινό τείχος επισκευασμένο από τους Ενετούς. Οι Βενετοί έχτισαν εδώ ένα φρούριο (από το οποίο πήρε το όνομα Καστέλι) που χρησιμοποιήθηκε στις μετέπειτα εξεγέρσεις κατά των Τούρκων. Η κλασική και ελληνιστική πόλη βρισκόταν στο λόφο Σελί, και ελληνορωμαϊκή και πρωτοβυζαντινή στη σημερινή πόλη. Στο Σελί, μισή ώρα δυτικά της Κισάμου, ο Β. Θεοφανίδης ανέσκαψε προπολεμικά ιερό μυκηναϊκών χρόνων.
Κίσαμος, η. Καλάμι Αποκορώνου.
Η δεύτερη αυτή πόλη με το όνομα Κίσαμος, ήταν υποτελής και <<επίνειον της Απτέρας>> Στρ. 10,479. Ο Spratt και οι λοιποί νεώτεροι γεωγράφοι τοποθετούν αυτήν στην παραλία ανατολικά του χωριού Καλύβες Αποκορώνου.
Κνωσός, η. Σημερινή θέση . (5 χιλ. νότια του Ηρακλείου).
Η αρχαιότερη και περιφημότερη πόλη της Κρήτης, έδρα του θεμελιωτού αυτής Μίνωα. Δεν θα παραπέμψομε στους πολυπληθείς συγγραφείς, που την αναφέρουν αλλά και στις πολλές επιγραφές που σχετίζονται με την ιστορία αυτής. Αυτό είναι έργο ειδικής και πολυσέλιδου πραγματείας. Εν ολίγοις θα αναφέρομε τα επόμενα: Παλαιότερα ονομαζόταν Καίρατος. Στρ.Χ,476,7 <<Εκαλείτο δε η Κνωσός Καίρατος πρότερον, ομωνύμως τω παραρέοντι ποταμώ>>. - Ευστ.498 :<<Κνωσός βασίλειον Μίνωος, ήτις και Καίρατος εκαλείτο>>. - Στρ.11,34: <<Ότι η Κνωσός πόλις το πρίν εκαλείτο Καίρατος, από ποταμού εγγύς όντος>>. Η Κνωσός με την Γόρτυνα, συναγωνίζονταν για την ηγεμονία του νησιού, και όταν μεν είχαν φιλικές σχέσεις, ως συνήθως, κυριαρχούσαν όλων των λοιπών πόλεων του, όταν όμως οι σχέσεις ήταν εχθρικές διαιρούσαν σε δυο στρατόπεδα αυτές, υπερίσχυε δε εκείνο το μέρος, με το οποίο θα είχε συνταχθεί η τρίτη μεγάλη πόλη της Κρήτης, η Κυδωνία. Αλλά υπήρξε εποχή (189 π.Χ.) κατά την οποία βλέπομε και τις δύο ενωμένες εναντίον της εκ περιτροπής συμμάχου αυτών. Κατά τους παλαιότερους χρόνους επρώτευε αναμφισβήτητα η Κνωσός, μόνο δε σε μερικές περιπτώσεις, κατά τους ιστορικούς χρόνους, αμφισβήτησε εις αυτήν την υπεροχή, η Γόρτυνα. Πόλη με την οποία διαρκώς είχε εχθρικές σχέσεις η Κνωσός, ήταν η γειτονική Λύκτος ή Λύττος, η οποία σθεναρά απέκρουε τις επιθέσεις της Κνωσού και την έφερνε πολλές φορές σε δύσκολη θέση, μέχρι που η Κνωσός κατάστρεψε την πόλη αυτή, σε μια εποχή που οι Λύκτιοι απουσίαζαν, πολεμούσαν τους Ιεραπύτνιους, μακριά από την πόλη τους, την οποία είχαν αφήσει αφρούρητη (Πολυβ.IV 54). Στους εμφυλίους πολέμους μεταξύ Κνωσού και Λύκτου αναμίχθηκαν πολλές φορές και άλλες πόλεις της Κρήτης, οι πιο εξέχουσες, όπως η Γόρτυς, η Κυδωνία, τα Άπτερα, η Πολυρρηνία, η Ελεύθερνα, η Λάππα, το Όριον, η Αρκαδία, η Δρήρος, η Κεραία, κτλ. Αλλά και από το εξωτερικό διάφοροι σύμμαχοι των δύο, όπως οι Λακεδαιμόνιοι υπέρ των Λυκτίων, οι Αιτωλείς υπέρ των Κνωσίων, ο Φίλιππος ο 5ος βασιλιάς της Μακεδονίας, οι Αχαιοί κτλ. Η Κνωσός αναφέρεται μεταξύ αυτών των πόλεων που συμμάχησαν με τον Ευμένη Β΄της Περγάμου. Το 166 π.Χ. συμμάχησε με τη Γόρτυνα και κατέστρεψε τη Ραύκο. Μια επιγραφή το 134 π.Χ. αναφέρει συμφωνία μεταξύ Κνωσού, Ολούντος και Λατούς, με την οποία αναγνωρίζεται η Κνωσός, ως διαιτητής, για κάθε διαφορά, μεταξύ Ολούντος και Λατούς. Αυτό δείχνει την υπεροχή της Κνωσού και το σεβασμό που είχαν οι άλλες πόλεις σαυτή. Μια άλλη επιγραφή, μετά το 220 π.Χ., αναφέρει, ότι οι Κνώσιοι έστειλαν στη Δρήρο δικαστές Κνώσιους, για να συμφιλιώσουν τους Δρήριους, που είχαν πολιτικές έριδες μεταξύ τους. Οι Κνώσιοι αντιτάχθηκαν από την αρχή στους Ρωμαίους, αντιθέτως προς τους Γορτυνίους, οι οποίοι καλλιεργούσαν την φιλία με αυτούς. Οι Κνώσιοι δεν υπάκουσαν κατά το 189 π.Χ. να παραδώσουν τους Ρωμαίους αιχμαλώτους, όπως έκαμαν οι Γορτύνιοι, επολέμησαν κατά των Ρωμαίων στον δεύτερο Μακεδονικό πόλεμο (171 π.Χ.), πολέμησαν δε και έπεσαν ηρωϊκά κατά του Μέτελλου (69 π.Χ.). Μετά την Ρωμαϊκή κατάκτηση εγκαταστάθηκε στην Κνωσό μεγάλη Ρωμαϊκή αποικία, η οποία εσώζετο μέχρι την εποχή του Στράβωνα, 10,478. Στους πρώτους αιώνες του Χριστιανισμού έγινε έδρα επισκόπου. Ιεροκλ.14.Not. Gr. Episc.-3,444, κτλ. Από την Κνωσό καταγόταν ο Ζωτικός, ένας από τους Άγιους Δέκα, και ο χρησμολόγος Ιοφών .
Κατά τους ιστορικούς χρόνους οι κτήσεις της Κνωσού συνόρευαν προς ανατολάς με την Χερρόνησο και την Λύκτο, νότια με την Πύρανθο, Αρκαδία και Γόρτυνα, προς δυσμάς με την Ραύκο και την Απολλωνία. Οι κοντινές πόλεις Λύκαστος, Διατόνιον και Θεναί περιήλθαν εις την εξουσία της, επίσης όλη η παραλία από την Χερσόνησο μέχρι τον κόλπο του Αλμηρού δυτικά του Ηρακλείου, όλη η επαρχία Τεμένους, ένα μέρος του Μονοφατσίου και μεγάλο μέρος της Πεδιάδας. Υπό την εξουσία της ήταν πάντοτε και η νήσος Δία (Στρ.10,484,- Πτολ. 3,17,11. - Στ.Βυζ. -Πλιν.4,12,61). Είχε δε επίνειους πόλεις κατά τους χρόνους του Μίνωα την Αμνισό, αργότερα το Ηράκλειο και το Μάτιον;. Ως προς την τοποθεσία που βρισκόταν η Κνωσός δεν υπάρχει αμφισβήτηση. Ήταν κτισμένη στο σημερινό συνοικισμό <<Μακρύς τοίχος>> που πήρε το όνομα του από ένα μακρύ τοίχο, λείψανο επίσης της ρωμαϊκής Κνωσού, και στη θέση που έλεγαν οι Τούρκοι, του Τσελεπή η Κεφάλα, στην δυτική πλευρά του Καίρατου ποταμού, σημερινού <<Κατσαμπάς>>, και εξετείνετο προς δυσμάς μέχρι το σημερινό Τεκέ των Μπεκτασίδων, νότια και ανατολικά μέχρι τα Σπήλια. Παρά το ότι τα τείχη του Ηρακλείου κτίστηκαν από τα λείψανα της Κνωσού, έμειναν αρκετά για να μαρτυρούν την θέση, την έκταση και την ακμή της αρχαίας πόλης. Ο οικισμός του Μακρυτοίχου, δημιουργήθηκε από τα υλικά του ανακτόρου, στη Βενετοκρατία, και έχει αυτό το όνομα από τον 13ο αιώνα. Ο Μακρυτοίχος και ο οικισμός Μπουγάδα μετόχι, δυτικά του ανακτόρου, αποτελούν το σημερινό προάστιο του Ηρακλείου με το όνομα Κνωσός. Τα νομίσματα της Κνωσού είναι διάφορα και πολλά. Ο Σβορώνος αναφέρει διαφόρους τύπους νομισμάτων της ανεξάρτητης Κνωσού και της ρωμαϊκής Κνωσού. Τα περισσότερα από τα πρώτα φέρνουν παράσταση του Μινώταυρου, ο οποίος κρατεί στο ένα χέρι χερμάδιον (πέτρα). Πίσω παριστάνεται ο Λαβύρινθος, είτε κυκλικός, είτε τετράγωνος, και αναγράφεται η λέξη ΚΝΩΣΙΩΝ. Αυτό είναι μια σοβαρή ένδειξη ότι ο Λαβύρινθος δεν ήταν μύθος. Η παράσταση του Λαβύρινθου στα νομίσματα της Κνωσού είναι πρωτομινωικής εποχής. Σε άλλα νομίσματα παριστάνεται η κεφαλή της Αθηνάς, η οποία ήταν πάτριος θεά των Κνωσίων, και σε άλλα την Δήμητρα, γιατί οι Κνώσιοι ισχυριζόταν πως αυτοί πρώτοι χρησιμοποίησαν το σιτάρι σαν τροφή του ανθρώπου. Γνωστό είναι ότι εδώ βρέθηκαν μέσα σε πιθάρια σπόροι σιταριού απανθρακωμένοι.
Η θέση του ανακτόρου κατοικήθηκε από το 6000 π.Χ. μέχρι το 1100 π.Χ.(Ίσως και αργότερα).Σ’αυτό το χρονικό διάστημα υπέστη πολλές καταστροφές από διάφορες αιτίες. Το όνομα της πόλης αναφέρεται σε πινακίδες γραμμικής Β΄, και βρέθηκαν πάρα πολλές στο χώρο αυτό. Οι περισσότερες πινακίδες γράφτηκαν, όταν Μυκηναίος <<άνακτας>> είχε έδρα την Κνωσό. Η γύρω από το ανάκτορο περιοχή δεν έπαψε ποτέ να κατοικείται και να δημιουργεί πολιτισμό. Σε κούπα που βρέθηκε στην οικία των μονολιθικών στύλων έχει γραφτεί στο εσωτερικό της, επιγραφή με μελάνι σουπιάς, σε καλλιγραφική Γραμμική Α, η οποία αναφέρει ότι αφιερώνεται: << από τον Ατρέα στο Διόνυσο, το γιο του Δία, νεαρότατο αγόρι στα Λίναια >>. Από αυτή την επιγραφή μπορεί να καταλάβει κάποιος ποιος ήταν ο μυκηναίος Άνακτας της Κνωσού.
Από την πόλη της Κνωσού αποκαλύφτηκαν μέχρι σήμερα το Μεγάλο ανάκτορο, το Μικρό ανάκτορο, η Βασιλική Έπαυλη, το Σπίτι του Αρχιερέα, ο Βασιλικός Τάφος-Ιερό στον οικισμό Βλυχιά και πολλά μεμονωμένα κτήρια και τάφοι. Από την ρωμαϊκή Κνωσό σώζεται η <<Έπαυλη του Διονύσου>>, βορειοδυτικά του ανακτόρου, με θαυμάσια μωσαϊκά του ψηφοθέτη Απολλιναρίου.
Η Κνωσός γέννησε διάσημους άνδρες. Εδώ γεννήθηκε ο Χερσίφρων και ο γιος του Μεταγένης, των οποίων έργο ήταν ο ναός της Αρτέμιδος στην Έφεσο, το Αρτεμίσιο, ένα από τα επτά θαύματα του παλαιού κόσμου. (Στράβων, ΙΔ΄,C,640). Ο Ιοφών, που έδινε τους χρησμούς σε εξάμετρο, (Παυσ.Αττ.κ.34), ο Ανεσίδημος ο φιλόσοφος, ο Πατελίδης ο ιστορικός, ο Δίκτυς, που ακολούθησε τον Ιδομενέα στον ηρωικό πόλεμο και έγραψε για την πολιορκία της Τροίας, πάνω σε φύλλα φοίνικα. Ο μύθος λεει, ότι το χειρόγραφο, τοποθετημένο σε μολυβένιο κιβώτιο, ετάφηκε μαζί με το Δίκτυ. Την εποχή του Νέρωνα, 66μ.Χ., έγινε μεγάλος σεισμός, ο τάφος άνοιξε και βρέθηκε το πολύτιμο κειμήλιο, το οποίο παρουσίασε κάποιος Ευπραξίας στον αυτοκράτορα. (Σούδα λ. Δίκτυς). Αυτό πρέπει να έχει σχέση με τις υπόγειες κασέλες, που βρέθηκαν, ντυμένες με φύλλα μολύβδου στο διάδρομο των αποθηκών του ανακτόρου. Ο σεισμός ήταν μεγάλος και λένε ότι η θάλασσα υποχώρησε επτά στάδια. Κνώσιος ήταν και ο Εργοτέλης, γιος του Φιλάνωρος, ο Ολυμπιονίκης, που τις νίκες του στα Ολύμπια, στα Πύθια και στα Ίσθμια ύμνησε ο Πίνδαρος. Κνώσιος ήταν και κάποιος δεύτερος Θαλήτας τον 7 αιώνα π.Χ., μελοποιός και μουσικοδιδάσκαλος ο οποίος δύσκολα ξεχωρίζεται από τον συνονόματο του από την Γόρτυνα. Σε μικρή απόσταση από το ανάκτορο και γύρω από αυτό βρίσκονται το <<Καραβάν Σεράι>>, το νεκροταφείο του Μαυρόσπηλιου και βόρεια η Ρωμαϊκή πόλη, εκτός από τους χώρους οι οποίοι αναφέρθηκαν πριν.
Κόριον. <<Κόριον ήταν τόπος στην Κρήτη που πείρε το όνομα του από κάποια κόρη, ο πολίτης λέγεται Κορήσιος. Υπάρχει και λίμνη με το όνομα Κορησία και Ιερό της Αθηνάς της Κορησίας. Τα ονόματα αυτά προέρχονται από τη λέξη κόρη. Από την λέξη Κόριον προέρχεται το ανάλογο Κοριεύς>> (Στ.Βυζ.)
Κορησία λίμνη έλεγαν στην αρχαιότητα, την μοναδική λίμνη της Κρήτης την οποία αποκαλούμε σήμερα <<λίμνη Κουρνά>>. Βρίσκεται νότια της Γεωργιούπολης και έλαβε το σημερινό όνομά της από την αραβική λέξη <<Κούρνα>> που σημαίνει λίμνη.
Κρημνία. Άλλη ονομασία της Γόρτυνας.
Κυδωνία, η. Τα Χανιά
Κυδωνία, η. Η τρίτη σε μέγεθος πόλη της Κρήτης, που βρισκόταν στην βορειοδυτική παραλία του νησιού, στη θέση της σημερινής πόλης των Χανίων (Στραβ. 10, 476 και 479), η οποία είναι χτισμένη πάνω στην προϊστορική και ιστορική Κυδωνία. Ήταν η κυριότερη πόλη των Κυδώνων με σημαντικό λιμάνι και πλούσια ενδοχώρα. Κατά την παράδοση, ιδρυτής της Κυδωνίας ήταν ο Μίνως (Διοδ. 5, 78, 2) ή ο Κύδων, γιος του Απόλλωνα ή του Ερμή και της κόρης του Μίνωα, Ακακαλλλίδας ή του Τεγεάτη (Παυσ. 8, 53, 4). Η Κυδωνία είχε ήδη κατοικηθεί από τη Μεσομινωική εποχή (17ος π.Χ. αιώνας) και τα ερείπια που ήλθαν στο φως μαρτυρούν για την ύπαρξη ακμαίου ανακτορικού κέντρου, του πρώτου γνωστού στην περιοχή αυτή. Πολύ αργότερα, γύρω στα 520 π.Χ., Σάμιοι που εγκατέλειψαν την πατρίδα τους εξαιτίας του τυράννου Πολυκράτη, έδιωξαν τους Ζακύνθιους από την Κυδωνία και εγκαταστάθηκαν στην περιοχή (Ηροδ. 3, 59). Γύρω στο 515 π.Χ., όμως, Αιγινήτες που συμμάχησαν με τους Κρήτες νίκησαν τους Σάμιους και κατέλαβαν την πόλη (Στραβ. 8, 6, 16 και 10, 475). Από την εποχή αυτή χρονολογείται πιθανότατα η ταύτιση της αιγινήτικης θεάς Αφαίας με την αυτόχθονα Δίκτυννα-Βριτομαρτι, της οποίας το ιερό (το Δικτυνναίον) βρισκόταν στο όρος Τίτυρος, κοντά στην πόλη (Στράβων 10,479).
Το 429 π.Χ. οι Αθηναίοι λεηλάτησαν την περιοχή της Κυδωνίας μετά από παρακίνηση της γειτονικής πόλης Πολύχνα (Θουκ. 2, 89), ενώ το 343 π.Χ. ο αρχηγός των Φωκέων Φάλαικος την πολιόρκησε χωρίς επιτυχία. Ο στρατός του διαλύθηκε και ο ίδιος σκοτώθηκε (Διοδ. 16, 63. Παυσ. 10, 2, 7). Κατά τον 4ο και 3ο αιώνα π.Χ., οι σχέσεις της Κυδωνίας με την Αθήνα και τη Μακεδονία ήταν καλές. Στον 3ο π.Χ. αιώνα, η πόλη έπαιξε σημαντικό ρόλο στις σχέσεις μεταξύ Κνωσσού και Γόρτυνος, παίρνοντας το μέρος πότε της μιας και πότε της άλλης. Βρισκόταν όμως σχεδόν πάντοντε σε εμπόλεμη κατάσταση με τις γειτονικές της Φαλάσαρνα, Άπτερα, Πολυρρήνια και Έλυρο. Το 219 π.Χ., συντάχθηκε με την Αιτωλική Συμπολιτεία, όπως και η σύμμαχός της, Κνωσσός, την απέσπασαν όμως από αυτήν, λίγο αργότερα η Πολυρρήνια και η Αχαϊκή Συμπολιτεία (Πολ. 4, 55, 4). Κατά τον 2ο π.Χ. αιώνα γνώρισε μεγάλη ακμή. Το 193 π.Χ. σύνηψε συμμαχία με την Τεώ, το 189 π.Χ., υπέταξε τη Φαλάσαρνα, την οποία όμως αναγκάστηκε να ελυθερώσει το 184 π.Χ. ύστερα από επέμβαση των Ρωμαίων (Πολ. 22, 15 και 19), διατηρώντας όμως το δικαίωμα να μετέχει στο κρητικό κοινοδικείο. Το 172 π.Χ. πολιορκήθηκε από τη Γόρτυνα, ενισχύθηκε όμως από τις δυνάμεις του Ευμένη Β’ της Περγάμου, αν και δεν είχε συμμετάσχει στη συμμαχία των 29 κρητικών πόλεων με τον Περγαμηνό βασιλιά (Πολ. 38, 13). Δεν συμμετέσχε επίσης στο κοινό των Κρηταίων , που είχε δημιουργηθεί στα μέσα του 3ου π.Χ. αιώνα. Τον 1ο π.Χ. αιώνα αντιστάθηκε στους Ρωμαίους που επιτέθηκαν κατά του νησιού, αλλά τελικά καταλήφθηκε από τον Καικίλιο Μέτελλο το 69 π.Χ. Από τους στρατηγούς που αντιστέκονται στον Μέτελλο, ο μεν Πανάρης μένει και παραδίδεται με έντιμη συνθήκη, και έτσι δεν καταστράφηκε η πόλη, ο δε Λασθένης καταφεύγει στην Κνωσό όπου συνέχισε τον αγώνα. Γύρω στο 30 π.Χ. όμως, ανακηρύχθηκε από τον
Αύγουστο αυτόνομη πόλη και από τότε γνώρισε μεγάλη ακμή (Διων. Κασ. 2, 2). Υπήρξε μάλιστα μια από τις λίγες κρητικές πόλεις που έκοψαν νομίσματα. Αξιόλογα είναι τα νομίσματα της Κυδωνίας με απεικονίσεις Διονύσου, Αθηνάς Κυδωνίας, Δίκτυννας Βριτομάρτεως, Απόλλωνος, Δήμητρος και Περσεφόνης και λύκαινας που θηλάζει τον Κύδωνα και τη λέξη ΚΥΔΩΝΙΑΤΑΝ, τα οποία χρονολογούνται από τον 4ο π.Χ. ως τον 3ο μ.Χ. αιώνα. (εγκ. Π.Λ.Μ. και Ν. Δομή). Ο Σβορώνος αναφέρει 96 τύπους της παλαιότερης Κυδωνίας και 62 των ρωμαϊκών χρόνων. Από την Κυδωνία καταγόταν ο εκ των Αγίων Δέκα Βασιλείδης.
Ο Ηρόδοτος γράφει: Αυτοί δε οι Σάμιοι την Κυδωνίαν στην Κρήτη έκτισαν, όχι γιαυτό το σκοπό πηγαίνοντας στην Κρήτη, αλλά, διόχνωντας του Ζακυνθίους από το νησί. Έμειναν δε εκεί και αυδαιμόνησαν επί πέντε έτη, και έφτιαξαν τα εβρισκόμενα στην Κυδωνία ιερά και το ναό της Δίκτυνας. Τον έκτο όμως χρόνο οι Αιγινήτες σε ναυμαχία τους νίκησαν μαζί με άλλους Κρήτες.
<<Η Κυδωνία είναι πόλη της Κρήτης, ονομαζόταν παλαιότερα Απολλωνία. Πείρε το όνομα από τον Κύδωνα το γιο του Απόλλωνα και της Ακακαλλίδας της θυγατέρας του Μίνωα. Ο πολίτης λέγεται Κυδωνιάτης και Κύδων και Κυδώνιος και Κυδωναίος, και Κυδωνία το θηλυκό και Κυδωνίς και Κυδωνικός άνδρας >> (Στ.Βυζ.)
Κύτα. Παλαιόκαστρο της Ρογδιάς Μαλεβυζίου.
Ο Χρ. Μπουοντελμόντι αναφέρει ότι το Κυταίον είναι, στο σημερινό Καβούσι Λασιθίου. << Υπάρχει και πόλη Κύταιον στην Κρήτη>> (Στ.Βυζ.)
Κύταιον, το. Παλιόκαστρο της Ρογδιάς Μαλεβιζίου
Κώρυκος, η. Στο ακρωτήριο Γραμπούσα της Κισάμου;
Κώρυκος. Βουνό της ομώνυμης χερσονήσου της σημερινής Γραμβούσας, που εισχωρούσε μέσα στη θάλασσα, στο Β.Δ. άκρο της Κρήτης, κοντά στην αρχαία πόλη Φαλάσαρνα Ο Πτολεμαίος το ονομάζει Κώρυκος άκρα, ο Στ. Βυζάντιος ακρωτήριον Κωρυκία. Είναι το σημερινό ακρωτήριο Μπούζα.
<<Υπάρχει και ακρωτήριο στην Κρήτη με το όνομα Κωρυκία>> (Στ.Βυζ.)
Λάμπη. Αργυρούπολη Ρεθύμνου.
<< Η Λάμπη είναι πόλη της Κρήτης, κτισμένη από τον Αγαμέμνονα και πείρε το όνομα του Λάμπου του Ταρραίου. Το εθνικό είναι Λαμπαίος. Ο Ξενίων στα Κρητικά γράφει το όνομα με δύο -ππ- και με δύο -αα- και με -η- >> (Στ.Βυζ.)
Λάμων, ο. Πλακιάς Αγίου Βασιλείου;
Λάππα,η (και Λάμπη). Αργυρούπολη, 27 χιλ. από το Ρέθυμνο.
Λάππα. Μετέπειτα Λάππη ή Λάμπη, από κάποιο Ταρραίο Λάμπο. Πόλη στη βόρεια πλευρά της αρχαίας Κρήτης, σε μικρή απόσταση από τη θάλασσα, χτισμένη πάνω σε λόφο, μεταξύ των δυο ποταμών Μουσέλα και Πετρέ. Επίνειό της ήταν η παραθαλάσσια πόλη Φοίνιξ. Ιδρύθηκε –κατά το μύθο- από τον Αγαμέμνωνα (Δίων Κασ. 36, 1. Πτολ. 3, 17, 10). Η ακμή της τοποθετείται στους κλασικούς χρόνους. Κατά την ελληνιστική εποχή (330-69 π.Χ.), οι Λαππαίοι έπαιξαν σημαντικό ρόλο στις διαμάχες των κρητικών πόλεων και πήραν μέρος στο Κοινό των Κρηταιέων που ιδρύθηκε στα μέσα του 3ου π.Χ. αιώνα. ΤΟ 221-220 π.Χ., στον πόλεμο μεταξύ Κνωσού και Λυττού, πήγε με την Κνωσσό, μετά όμως, μαζί με άλλες πόλεις συμμάχησε με τους Λυττίους. Η Λάππα πήρε μέρος στη συμμαχία των Κρητών με τον Ευμένη Β’, βασιλιά της Περγάμου, που έγινε μετά το 170 π.Χ.. Έμεινε αυτόνομη ως το 68 π.Χ. που την κατέλαβε ο Οκτάβιος και πέρασε πολλές περιπέτειες, γιατί εκεί έγινε η συρραξη μεταξύ του Μέτελλου και των μισθοφόρων του Οκτάβιου. Η πόλη καταστράφηκε το 68 π.Χ> από τον Κόιντο Καικίλιο Μέτελλο, αλλά γρήγορα ανοικοδομήθηκε και γνώρισε νέα ακμή. Τα ερείπιά της έχουν εντοπιστεί σε χαμηλό λόφο κοντά στο χωριό. Έχουν βρεθεί πολλές επιγραφές που αρχίζουν: τEdonem Kappa΄ym t« pΑkei Ά to¶r jΑsloir jaµ t« pΑkei.
Στον εμφύλιο πόλεμο των Ρωμαίων, κατά τη μάχη του Ακτίου το 31 π.Χ., οι
Λαππαίοι πήγαν με το μέρος του Οκτάβιου εναντίον του Αντωνίου. Ο Οκτάβιος, ύστερα από τη νίκη του, ευνόησε τους φίλους του Λαππαίους, τους άφησε ελεύθερους και ανοικοδόμησαν την πόλη τους. Έκτοτε, η Λάππα ευημέρησε στη ρωμαϊκή περίοδο, όπως δείχνουν και τα ερείπιά της, που είναι κυρίως αυτής της περιόδου και τα νομίσματα που είναι πολυάριθμα. Ένα από τα σπουδαία οικοδομήματά της ήταν οι θέρμες, απαράιτητο ίδρυμα στις ρωμαϊκές πολιτείες, που είχε πολλά διαμερίσματα. Οι θέρμες της Λάππας αποτελούνταν από μία στρογγυλή αίθουσα με διάμετρο 18 βήματα και γύρω σε αυτήν ήταν τα διαμερίσματα για τους λουόμενους και άλλες δυο αίθουσες. Το νερό ερχόταν φυσικά με υδραγωγείο από μια μεγάλη συγκεντρωτική δεξαμενή που ήταν σε υψηλό σημείο έξω από την πόλη που είχε μήκος 25, πλάτος 6 και ύψος 7μ. Και χωρητικότητα 600 κ.μ. Το νερό διοχετευόταν εκεί με κτιστό υδραγωγείο, κατεστραμμένο σήμερα, από τις πηγές Καστανιές και Κολλητά, μια ώρα μακριά από το χωριό. Τη σπουδαιότητα της Λάππας δείχνουν και τα πολλά νομίσματά της. Ο Σβορώνος αναφέρει 36 είδη. Από το ένα μέρος είχαν την κεφαλή του Ποσειδώνα, της Αρτέμιδος ή του Απόλλωνα και τη λέξη ΛΑΠΠΑΙΩΝ. Της ρωμαϊκής περιόδου αναφέρουν τα ονόματα διαφόρων υπάτων ΘΕΩ ΚΑΙΣΑΡΙ ΣΕΒΑΣΤΩ, ΔΟΜΕΤΙΑΝΟΣ ΣΕΒΑΣΤΟΣ, ΔΟΜΙΤΙΑ ΣΕΒΑΣΤΗ κλπ και πίσω ΛΑΠΠΑΙΩΝ.
Γύρω στο σημερινό χωριό σώζονται πολλοί τάφοι της ρωμαϊκής και ελληνικής εποχής λαξευμένοι στους βράχους. Ένας από αυτούς είναι και ο ονομαζόμενος τάφος των Πέντε Αγίων Παρθένων. Δίπλα στο βράχο υπάρχει εκκλησάκι αφιερωμένο σε αυτές, την Θέκλα, Μαριάμνα, Αιθανά, Μάρθα και Μαρία. Κατά την παράδοση οι Ρωμαίοι και οι Βενετοί είχαν εγκαταστήσει στη Λάππα νομισματοκοπείο, αφού στη θέση Ελληνικά, όπου κτίστηκαν τα δικαστήρια το 1869, βρέθηκαν μηχανήματα νομισματοκοπείου, και στη θέση Παυλής βρέθηκαν σωροί χάλκινων νομισμάτων. ΝΑ της Λάππας υπάρχει λόφος που τον λένε οι χωρικοί Ασημόχωμα, γιατί πιστεύουν πως περιέχει ασήμι. Η Λάππα εξακολούθησε να υπάρχει και την Α’ Βυζαντινή περίοδο, όπως δείχνουν τα ερείπια εκείνης της εποχής. Από τις αρχαιότερες επισκοπές Κρήτης είναι της Λάμπης-Λάππας, η οποία ιδρύθηκε από τον ίδιο τον Απόστολο Τίτο και μνημονεύεται από το 457. Μετονομάστηκε Καλαμώνος τη Β’ Βυζαντινή περίοδο. Η Λάππα ύστερα από την καταστροφή της από τους Άραβες ξεχάστηκε και το όνομά της, κι όταν ξανασυνοικίστηκε την έλεγαν απλώς, Πόλη. Στα χρόνια της Τουρκοκρατίας ονομαζόταν Γαϊδουρόπολη και Σαμαρόπολη. Η ονομασία Αργυρούπολη δόθηκε το 1822 από την επαναστατική επιτροπή, με σκοπό να αντικατασταθεί η κακόηχη ονομασία Γαϊδουρόπολη, επειδή υπήρχε εδώ το μεταλείο αργύρου.
Λάρισα, η. Καλαμαύκα Ιεράπετρας;
Ο Στ. Βυζάντιος σε δύο διαφορετικά λήμματα του λεξικού του αναφέρεται σε πόλεις με το όνομα Λάρισα. Στο πρώτο λήμμα με την λέξη Λάρισα (με ένα -σ-) απαριθμεί έντεκα πόλεις τοποθετώντας την Κρητική στην ένατη θέση. Αναφέρει ότι ο πολίτης λέγεται Λαρισαίος και Λαρισεύς. Γράφει επίσης ότι υπάρχει Λαρισεύς Ζευς και ότι ο Στράβων αναφέρει ότι υπάρχει στην Έφεσο ο Απόλλων Λαρισηνός.
Στο δεύτερο λήμμα αναφέρεται στην Γόρτυνα και γράφει ότι αυτή είχε μετά το όνομα Ελλωτίς το όνομα Λάρισσα (με δύο -σ-) , έπειτα Κρημνία και αργότερα Γόρτυς.
Λασαία, η. Καλοί Λιμένες Καινούργιου.
Η Λασαία ήταν αρχαία πόλη της Κρήτης, σε μικρή απόσταση ανατολικά από τους Καλούς Λιμένες, απέναντι από τη νησίδα Παλαιός Μόλος ή Τράφος, ένα από τα λιμάνια της Γόρτυνας στη ρωμαϊκή περίοδο, οπότε κυρίως ήκμασε. Την έλεγαν και Θάλασσα ή Άλασα όπως αναφέρεται σε νομίσματα. Τα ερείπιά της σώζονται από την ακτή μέχρι ψηλά στην πλαγιά, σε μεγάλη έκταση. Σώζονται κτήρια ρωμαϊκής περιόδου, υδραγωγείο, οικοδομήματα με θόλο, όμοιο με εκκλησίας και πολλά όστρακα.
Ο λεγόμενος Τράφος αποτελείται από ογκόλιθους, ριγμένους ακανόνιστα στη θάλασσα. Ασφαλώς είναι λιμενικό έργο των Λασαίων, αφού ήταν λιμάνι της Γόρτυνας. Δυτικά από τη Λασαία ήταν το νεκροταφείο της. Το νησάκι Τράφος είχε χρησιμοποιηθεί σαν καταφύγιο την περίοδο των επ-αναστάσεων. Για τον ίδιο σκοπό το χρησιμοποίησε και ο Κόρακας. Είχαν κτίσει σπίτια με ξερολιθιά, όπου έμεναν. Το 1854 ο Άγγλος πλοίαρχος Σπράττ, νόμισε ότι ήταν πειρατές και έστειλε μια φρεγάτα να τους κυνηγήσει. Οι επαναστάτες τους κτύπησαν και έπαθαν σημαντικές απώλειες.
Τη θέση αυτή της Λασαίας διαπίστωσε ο Σπράττ. Χωρικοί είχαν ανοίξει τάφους όπου ασφαλώς βρήκαν κτερίσματα. Ένας νεαρός βοσκός είχε βρει ένα δακτυλίδι, που είχε την επιγραφή ΤΡΥΦ/ΗΝΙΑ.
Το αγόρασε ο Σπράττ και γράφει ότι του υπενθύμισε το χωρίο της προς Ρωμαίους επιστολής του Παύλου όπου αναφέρει: ασπάσασθε Τρύφαιναν και Τρυφώσαν τας κοπώσας εν Κυρίω. (Προς Ρωμαίους 16,12). Για τη Λασαία γράφει και ο Onorio Belli στο θείο του στις 11 Οκτωβρίου 1586 τα παρακάτω: Η Λασαία διατηρεί ακόμη το όνομα, μα είναι όλη ερειπωμένη και ούτε υπάρχει εκεί άλλη κατοικία παρά, τέσσερα-πέντε μίλια, πάνω σε κάμποσα ψηλότερα βουνά, ένα μοναστήρι καλόγερων, που ονομάζεται Απεζανές, τόπος ωραιότατος και τερπνότατος. (Στ. Σπανάκης, Κρήτη, τομ. Α, σ.343).
Λασός, η. Λάππα;
Λατώ η Ετέρα. Βόρεια της Κριτσάς, περίπου 3 χιλ.
Κρητική πόλη χτισμένη στους πρόποδες των ορέων του Λασιθίου. Η ονομασία της πόλης αναφέρεται σε μερικές πινακίδες Γραμμικής Β΄ από την Κνωσό, αλλά τα μυκηναϊκά ευρήματα στην περιοχή σπανίζουν.
Η Λατώ άρχισε να αναπτύσσεται κατά τον 7ο π.Χ. αιώνα, όπως επιβεβαιώνουν τα αρχαιολογικά ευρήματα. Στους αμέσως επόμενους αιώνες γνώρισε μεγάλη ακμή, αλλά τον 2ο π.Χ. αιώνα οι κάτοικοί της την εγκατέλειψαν για να κατοικήσουν στη νέα πόλη, τη Λατώ προς Καμάραν, κοντά στη θάλασσα.
Τα ερείπια της Λατούς της Ετέρας ήλθαν στο φως, μετά τις ανασκαφές της Γαλλικής Αρχαιολογικής Σχολής, και σε απόσταση 8 χιλιομέτρων νοτιοδυτικά του Αγίου Νικολάου, στα βορειοδυτικά της Κριτσάς. Οι ανασκαφές αποκάλυψαν τα ακόλουθα κτίσματα: α) την αγορά και το πρυτανείο, όπου αναγνωρίστηκε και μικρός ναός, όλα οικοδομήματα που πρωτοχτίστηκαν τον 7ο π.Χ. αιώνα και ανανεώθηκαν κατά τον 4ο ή 3ο π.Χ. αιώνα. β) ιερό και θέατρο στα νότια της αγοράς, κτίσματα κλασικών χρόνων γ) οχυρωμένες ιδιωτικές κατοικίες κλασικών κυρίως χρόνων. Εκτός αυτών, καθαρίστηκαν επίσης δεξαμενές, που φανερώνουν το πρόβλημα που αντιμετώπιζε η περιοχή, την ανυδρία. Τα ευρήματα των ανασκαφών εκτίθενται στο Μουσείο Ηρακλείου, Μαλίων και Αγίου Νικολάου. Από τη Λατώ καταγόταν ο φίλος και στρατηγός του Μ. Αλεξάνδρου Νέαρχος, ο οποίος κράτησε ημερολόγιο της ναυτικής του επιχείρησης από την Ινδία στον Περσικό κόλπο, με πλήθος παρατηρήσεις για τη γεωγραφία, την εθνογραφία και τη χλωρίδα των περιοχών που προσέγγισε. Το έργο του είναι γνωστό από την Ινδική του Αρριανού.
Λατώ προς Καμάρα. Άγιος Νικόλαος Λασιθίου. Βλέπε λέξη Καμάρα.
Λεβήν, η. Λέντα Καινούργιου.
Μικρή παραθαλάσσια πόλη στη νότια πλευρά της Κρήτης και εμπορικό λιμάνι της Γόρτυνας. Λατρεύονταν εκεί η Υγεία Σώτειρα, η Περσεφόνη, ο Ασκληπιός Σωτήρ, οι Νύμφες με τον Αχελώο, και υπήρχε και ναός του Ασκληπιού, ιερά πηγή όπου κατάφευγαν οι ασθενείς της Γόρτυνας, θέατρο κλπ. Το Ασκληπιείο της ήταν στον κολοφώνα του κατά την αυτοκρατορική ρωμαϊκή περίοδο. Η Λεβήνα βρισκόταν στη σημερινή τοποθεσία Λέντα, κοντά στους Καλούς Λιμένες. Η πόλη ιδρύθηκε τον 4ο π.Χ. αιώνα και ήταν σημαντικό ιαματικό κέντρο (Πλιν. 4,12,20 - Πτολ.3, 16-17). Η πόλη εγκαταλείφθηκε κατά τον 9ο αιώνα. Οι ανασκαφές που έγιναν στο χωριό Λέντας έφεραν στο φως ένα μικρό οικοδόμημα για τη φύλαξη αναθημάτων, δυο δεξαμενές, ξενώνες και οικήματα των εργαζομένων στο συγκρότημα αυτό, όλα οικοδομήματα των ελληνιστικών και ρωμαϊκών χρόνων. Στην περιοχή όμως ανασκάφηκαν και θολωτοί τάφοι των πρωτομινωικών χρόνων (3η π.Χ. χιλιετία), με πλούσια ευρήματα, σημαντικά για τη γνώση της πρώιμης ιστορίας της περιοχής. Τα ευρήματα των τάφων αυτών καθώς και οι επιγραφές των ιστορικών χρόνων φυλάσσονται στον μουσείο του Ηρακλείου. Η πηγή Λέντα χαρακτηρίζεται απλή, υπόθερμη. Είναι αλκαλική και περιέχει αρσενικό 0.00097 MG AS, που είναι ένα από τα σπάνια στοιχεία στα μεταλλικά νερά, και παίζουν σπουδαίο ρόλο στις παθήσεις του αίματος και στις αιμορραγικές διαθέσεις. Τον Β΄παγκόσμιο πόλεμο, οι Γερμανοί κατάστρεψαν όχι μόνο τον σημερινό οικισμό αλλά κανονιοβόλησαν ακόμη και τους κίονες του Ασκληπιείου.
Σήμερα σώζονται τα ερείπια του ιερού του Ασκληπιού και τεμάχια στηλών από γρανίτη. Κατά τον Σβορώνο και η πόλη αυτή είναι αποδειγμένο ότι έκοψε νομίσματα, τα οποία όμως δεν βρέθηκαν ακόμα. Από την Λεβήνα καταγόταν ο εκ των Αγίων Δέκα Πόμπιος.
Λητώα ή Λητώαι. Δύο νησάκια στον κόλπο της Μεσαράς τα οποία ονομάζονται σήμερα “Παξιμάδια” Πτολ. 3,17,2. Ονομάστηκαν έτσι, ίσως από τη θεά Λητώ, η οποία υπό την προσωνυμία Φυτίη λατρευόταν στη Φαιστό, στην οποία ανήκαν τα νησάκια αυτά. Κατ’ άλλους ανήκαν στην πόλη Σύβριτα.
Λισός (ή Λισσός ή Λίσσα). Αϊ-Κυρκός Σέλινου.
Πόλη και λιμάνι της αρχαίας Κρήτης, επίνειο της Υρτακίνης ή της Ελύρου. Ιδρύθηκε στους κλασικούς χρόνους και άκμασε μέχρι την ύστερη αρχαιότητα. Το όνομα της διαπιστώθηκε από επιγραφές. Η πρώιμη ιστορία της είναι άγνωστη, ενώ από τις επιγραφές και τα νομίσματα του 3ου π.Χ. αιώνα μαρτυρείται η συμμετοχή της στο Κοινό των Ορείων και η συμμαχία με τον Κυρηναίο Βασιλιά Μάγα (Ορεινά λεγόταν παλαιότερα η επαρχία Σέλινου, και το Κοινό των Ορείων αποτελούσαν οι πόλεις: Λισό, Συία, Ποικιλασσός, Τάρρα, Υρτακίνα και Έλυρος). Είχε πλουτίσει με το εμπόριο και το ψάρεμα και γι΄αυτό μόνο η Λισός και η Υρτακίνα είχαν κόψει χρυσά νομίσματα. Με τον εμπορικό και τον ψαράδικο στόλο της η Λισός είχε γίνει γνωστή στα παράλια της Αφρικής. Βρισκόταν στη σημερινή επαρχία Σέλινου, στο μυχό του κόλπου του Αγίου Κυριακού, όπου ανακαλύφθηκαν ερείπια του θεάτρου, του υδραγωγείου, του νεκροταφείου και των λουτρικών εγκαταστάσεων της αρχαίας πόλης, καθώς και παλαιοχριστιανικών βασιλικών, κυρίως όμως του μεγάλου ασκληπιείου, που καταστράφηκε από σεισμό. Στον χώρο αυτό βρέθηκε μεγάλος αριθμός λατρευτικών και αναθηματικών γλυπτών, που σήμερα εκτίθενται στα μουσεία Χανίων και Ηρακλείου. Σε καμιά άλλη πόλη της Κρήτης εκτός από τη Γόρτυνα δεν βρέθηκαν τόσα πολλά γλυπτά. Γεγονός που πιστοποιεί τη σημασία και τον πλούτο του Ασκληπιείου της Λισού. Η Λισός είχε δικά της νομίσματα που είχαν από το ένα μέρος κεφαλή της Αρτέμιδος και από το άλλο δελφίνι και τη λέξη ΛΙΣΙΩΝ. Είχε επίσης συμμαχία με την Υρτακίνα και έκαναν τις συναλλαγές των με κοινό νόμισμα, που είχε από το ένα μέρος δελφίνι ή περιστέρι με ανοικτά φτερά και από το άλλο άστρο με 8 ακτίνες και τη λέξη Λ/Ι/Σ/Ι/Ω/Ν.
Λύκαστος, η Στη θέση Βιτσιλιά του χωριού Προφ. Ηλίας Τεμένους
Λύκαστος. Αρχαία πόλη της Κρήτης, που πήρε μέρος στον Τρωικό πόλεμο. Στους ιστορικούς χρόνους την κατέλαβε και την κατάστρεψε η Κνωσσός. Αργότερα την κατέλαβαν οι Γορτύνιοι, που την παραχώρησαν στην πόλη Ραύκο. Το 185 π.Χ., ο Ρωμαίος πρέσβης Άππειος έδωσε ένα τμήμα της πόλης, το Λυκάστιο, στην Κνωσό και το υπόλοιπο, το Διατόνιο, στους Λυκτίους. (εγκ.Ν.Δομή).
<<Η Λϋκαστος είναι πόλη της Κρήτης. Ο Όμηρος την αναφέρει μαζί με την Λύκτο και την Μίλητο της Κρήτης. Πείρε το όνομα της από τον Λύκαστο, ο οποίος ήταν αυτόχθωνας ή παιδί του Μίνωα. Ο πολίτης λέγεται Λυκάστιος (Υπάρχει και ποντιακή Λύκαστος. Την Κρητική Λύκαστο οξίνουν οι ντόπιοι και δεν επικρατεί παράδοση εθνική) >> (Στ.Βυζ.)
Συνεχίζεται......

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Το ιστολόγιο είναι ανοιχτό σε οποιονδήποτε σχολιασμό, αρκεί να μην είναι απρεπής. Τα αισχρόλογα θα διαγράφονται άμεσα.