Δευτέρα, Απριλίου 06, 2020

Γιώργος Κοντογιώργης: Πώς αντιλαμβάνεται η κυρία Σακελλαροπούλου τον «νέο-πατριωτισμό»;



Μπορεί να συναγάγει κανείς ότι, σε μία τέτοια κρίση με πολυσήμαντες διαστάσεις, όπως αυτή που έφερε η επιδημία την οποία επικαλείται η πολιτική ηγεσία -και βεβαίως πολύ σωστά- για να ζητήσει τη συλλογική μας ευθύνη και συστράτευση, αντιφάσκει με τα μηνύματα που μας εξέπεμψε με την αφορμή της 25ης Μαρτίου που ήταν πολύ διχαστικά. Και αυτό μου προκαλεί μία σημαντική απορία. 

Πρώτα πρώτα βρισκόμασ τε μπροστά σε έναν διχαστικό πολιτικό λόγο που εστιάζεται σε αυτό που θα έπρεπε να ενώνει τους Έλληνες (όπως και οποιονδήποτε άλλο λαό), δηλαδή στην πολιτισμική του συνοχή και στην ιστορικότητά της. Επιπλέον δεν έχουμε να κάνουμε με έναν μόνο από τους πολιτειακούς παράγοντες. Πρόκειται για μία ομοβροντία διχαστικών λόγων από την πολιτειακή ηγεσία, την κυβέρνηση, την προεδρία και την αντιπολίτευση. 
Η κυρία Σακελαροπούλου ως πρόεδρος, στον πρώτο της δημόσιο λόγο, μας μίλησε για έναν «νέο πατριωτισμό». Πώς τον αντιλαμβάνεται; Τι ενοχλεί άραγε από τον «παλαιό πατριωτισμό» και τι περιέχει άραγε ο νέος; Να υποθέσω ότι στον «νέο πατριωτισμό» περιλαμβάνεται και η ψήφο της που απάλλαξε τον κύριο Παπακωνσταντίνου για μία καίριας σημασίας υπόθεση που αφορούσε το δημόσιο συμφέρον; Και ποιο ρώτησε αλήθεια για να εξαγγείλει την αναθεώρηση του πατριωτικού προτάγματος της κοινωνίας; Είναι υπεράνω του νόμου κατά το Σύνταγμα. Να υποθέσω ότι είναι και υπεράνω του λαού;  
Ο κύριος πρωθυπουργός, από την πλευρά του, ο οποίος δικαίως εξελέγη διότι εφέρετο να εκφράζει και νομίζω με πολιτισμικό πρόσημο σημαντικά διαφορετικό από εκείνο του κυρίου Τσίπρα, μια διαφορετική οπτική του εθνικού συμφέροντος, διαπιστώνεται ότι σε ένα καίριο ζήτημα όπως η εθνική ταυτότητα της ελληνικής κοινωνίας, συμπίπτει απολύτως με τον πρώην πρωθυπουργό; Πώς θα διακριθεί λοιπόν ο πολιτικός του λόγος όταν ταυτίζεται σε ένα τόσο κρίσιμο ζήτημα που δεν αφορά την ιστορική περιέργεια αλλά τον πυρήνα της οπτικής του για το μέλλον της χώρας; 
Το να αναγνωρίσει κανείς ότι υπήρξε ελληνικό έθνος πριν από το νεοελληνικό κράτος και ως εκ τούτου το έθνος συγκρότησε το νεοελληνικό κράτος, ή, αντιθέτως, ότι το κράτος συγκρότησε το έθνος γιατί δεν υπήρχε πριν ελληνικό έθνος αλλά μόνο ελληνόφωνοι, έχει τεράστια σημασία για το σήμερα. Πέραν αυτού αυτοί που διακονούν τα μηρυκάσματα αυτά πρέπει να μας εξηγήσουν γιατί επαναστάτησαν οι Έλληνες αφού δεν είχαν έθνος και κατ’επέκταση συνείδηση συλλογικής ελευθερίας. Δεν επαναστατεί κανείς ξέρετε, για να αλλάξει το σημείο του… καφενέ. Δεν του αρέσει στην μία πλευρά και θέλει να πάει στην άλλη. Επαναστατεί κανείς για μείζονα ζητήματα. 
Και, όλοι αυτοί που αρνούνται την εθνική αιτία της επανάστασης όφειλαν να γνωρίζουν ότι χύθηκε πολύ αίμα στο όνομα του έθνους της κοινωνίας. Το ερώτημα λοιπόν, έχει διπλή τεράστια σημασία. Πρώτα πρώτα, είναι ανεπίτρεπτο να το λέει κανείς, στο μέτρο που αυτή καθεαυτή η άποψη αυτή συνιστά λογοκρισία έναντι των ιστορικών πηγών που δεν παύουν διαχρονικά να διακηρύσσουν την εθνική ταυτότητα και την βούληση του συνόλου των Ελλήνων για ελευθερία. 
Να υποθέσω άραγε ότι όλες οι διακηρύξεις οι σχετικές με την επανάσταση αναφέρονται στο έθνος και στον πόθο της απελευθέρωσης; Επιπλέον η διατύπωση ότι το 1821 «συγκροτήσαμε έθνος» είναι ανεπίτρεπτη ως διχαστική αφού η συντριπτική πλειοψηφία του ελληνικού λαού και των πνευματικών του ταγών αποδέχονται ότι οι Έλληνες προεπαναστατικά συγκροτούσαν έθνος και επαναστάτησαν για να συγκροτήσουν κράτος. Από πού αντλεί το δικαίωμα ο πρωθυπουργός της χώρας να έρθει αντιμέτωπος, να προσβάλει ουσιαστικά τον ελληνικό λαό και τις κληρονομιές του. Και για ποιο λόγο το έπραξε άραγε αυτό; 
Μήπως δεν γνωρίζει έστω ότι το ζήτημα αυτό δίχασε επί μακρόν τα τελευταία χρόνια τον ελληνικό κόσμο καθώς η επιλογή της μιας ή τη άλλης άποψης εμπεριείχε κρίσιμες επιλογές για το μέλλον της χώρας; Αν επρόκειτο για μεμονωμένο περιστατικό θα μπορούσε να υποθέσει κανείς ότι οφείλετο στην άγνοια του πρωθυπουργού. Προφανώς δεν είναι υποχρεωμένος να γνωρίζει ιστορία, είναι υποχρεωμένος όμως να διαλέγεται με την ιστορία. 
Είναι υποχρεωμένος να διαλέγεται με τους πραγματικούς δημιουργούς της ιστορίας και όχι να συντάσσεται με το μέρος μιας μειοψηφικής μερίδας ιδεολόγων της ιστορίας η οποία κατά έναν περίεργο, για όσους δεν γνωρίζουν, τρόπο μολονότι μειοψηφία, περιφέρεται με όλες τις καταστάσεις στην περίμετρο της εξουσίας. Το να εκφέρεις τον λόγο της ως πρωθυπουργός σημαίνει ότι αποδέχεσαι και το διατακτικό της το οποίο είναι γνωστό στους παρεπιδημούντες στη χώρα αυτή ποια θέση της επιφυλάσσει ή με πόση σφοδρότητα αντιμάχεται την ελληνική κοινωνία. 
Είναι κρίσιμες οι μέρες που περνάει η χώρα για να προσεγγίζει με αυτόν τον ακραίο διχαστικό και οπωσδήποτε ανεπίτρεπτο εξ επόψεως σκοπούμενης πολιτικής λόγο. Όπως είπα, εάν ήταν ένα μεμονωμένο περιστατικό θα μπορούσε να έχει διαφύγει της προσοχής. Σε ό,τι με αφορά ωστόσο δεν περιήλθε στην αντίληψή μου μια διάψευση εκ μέρους του πρωθυπουργού ή του περιβάλλοντός του. 
Αντιθέτως, διαπιστώνεται ότι εγγράφεται σε έναν συνδυασμό παραδοχών του ιδίου, που κορυφαία αποτελεί η απόφασή του να συγκροτήσει την επιτροπή για τον εορτασμό της 200σιοστής επετείου από την επανάσταση με γνώμονα την αρχή της ενιαίας σκέψης. Η οποία κατά σύμπτωση δεν κρύβει ότι διακονεί με όρους ενιαίας σκέψης μηρικασμούς ιδεολογικών σκοπιμοτήτων που αντιλέγουν προς την αντίληψη ότι το κράτος δημιούργησε το έθνος  που προάγει επομένως ελληνική ιστορική πραγματικότητα και κατατείνουν στο να δικαιώσουν δύο σημαντικά ζητήματα: Πρώτα πρώτα την ιδεολογία του ηγεμόνα, αυτού που κατήργησε την ελληνική σημειολογία της εξέλιξης και πράγματι τον μείζονα ελληνισμό προκειμένου να δικαιώσει το νεοελληνικό κράτος και τα πεπραγμένα του. 
Ξέρετε τι σημαίνει αυτό; Ότι στην πραγματικότητα, θα δοξάσουν το κράτος το οποίο με τις πολιτικές του ακύρωσε την εθνική ολοκλήρωση και κατέλυσε τον ελληνικό κόσμο της εποχής με κορυφαία πράξη του την εξαφάνιση του μικρασιατικού ελληνισμού. Με τα χέρια ελεύθερα πια θα πανηγυρίσουν διότι χάρη στο κράτος το ελληνικό έθνος έφθασε τα σύνορά του έως τον Έβρο. Η επιλογή αυτή έχει και μια άλλη εξίσου συγκαιρική σημασία. Από τη στιγμή που αποσυνδέει κανείς την ελλαδική κοινωνία από τις κληρονομιές της καταργείται το συγκριτικό προηγούμενο. 
Εφεξής η σύγκριση των πεπραγμένων του νεοελληνικού κράτους δεν θα γίνει με τον μείζονα ελληνισμό αλλά με το ομόλογο δυτικό κράτος. Και προφανώς στο κλίμα αυτό θα εμφανισθεί δικαιωμένο στην άποψη ότι για τα κακώς κείμενα φταίει αποκλειστικά η ελληνική κοινωνία. Έτσι παρακάμπτεται και κάτι συνταρακτικά σημαντικό. Το γεγονός ότι αποφεύγει να απολογηθεί για την κατάργηση των κοινών με τα οποία έζησε και μεγαλούργησε ο ελληνισμός από την αρχαιότητα και συνακόλουθα της δημοκρατίας. 
Διαφορετικά πώς θα εξηγήσει κανείς ότι η κατάλυση της δημοκρατίας στο όνομα της ανωτερότητας μιας καθόλα κατοχικής απολυταρχίας. Με τον ίδιο τρόπο που διακηρύσσουν ως προσαρτήματα του δυτικού διαφωτισμού ότι η σημερινή εκλόγιμη μοναρχία είναι ανώτερη της δημοκρατίας που ο ελληνικός κόσμος βίωνε αδιάπτωτα μέχρι την είσοδο του στο «κράτος έθνος. 
Αλλά, το δεύτερο και κυριότερο θέμα ξέρετε είναι αυτό που συνέχεται με τις προεκτάσεις της αναθεωρητικής και όλως διχαστικής αυτής επιλογής που διακινεί η ίδια η πολιτική ηγεσία: Το γεγονός ότι αυτό έχει τεράστια σημασία για τις πολιτικές του σήμερα, την ιδέα που έχει η πολιτική ηγεσία για τη χώρα! Αν όντως επιλέξουμε την ιστόρηση του έθνους δια του κράτους σημαίνει ότι σκοπεύουμε να συνεχίσουμε την αποδόμηση της κοινωνικής και κατά τούτο της πολιτισμικής συνοχής της χώρας και την συρρίκνωσή του λαού της. 
Δηλαδή, όχι μόνο δεν αποκομήσαμε τα αναγκαία διδάγματα από τις καταστροφές που συσσώρευσε το κράτος των Αθηνών στον ελληνισμό αλλά παραμένει δεσμευμένο στην ίδια γραμμή πλεύσης. Εάν εμείνουμε στην πολιτική αυτή επιλογή μπορούμε με βεβαιότητα να συνομολογήσουμε ότι στο τέλος αυτού του αιώνα δεν θα υπάρχουν Έλληνες στην ελλαδική χώρα. Διότι, αυτό το κράτος που από την Πελοπόννησο έφτασε ως τον Έβρο όπως μας λένε, είναι αυτό το οποίο όχι μόνο αρνήθηκε την εθνική ολοκλήρωση αλλά και συνέβαλε τα μέγιστα στην εξαέρωση του μείζονος ελληνισμού. 
Αν θελήσουμε να δούμε τι ήταν ο ελληνικός κόσμος μέχρι το κατώφλι του 20ου αιώνα και πού κατήντησε σήμερα αρκεί να ρίξουμε μια ματιά στον ελληνικό εφοπλισμό σήμερα, και συγχρόνως να διερωτηθούμε πώς συμβαίνει αυτός να διατηρεί αυτή τη  θέση υπό διεθνώς ανταγωνιστικές συνθήκες και στην Ελλάδα να μην υπάρχει ούτε ένα ναυπηγείο. Μήπως επειδή διέφυγε από τις δαγκάνες του νεοελληνικού κράτους; Ας μας εξηγήσουν λοιπόν τι σημαίνει αυτό και τότε θα δούμε τι δηλώνει η πρόθεση να ιστορήσουμε το έθνος δια του κράτους. 
Ωστόσο για την τεράστια σημασία που έχει το διακύβευμα αυτό για την ελληνική κοινωνία αρκεί να αναλογισθούμε γιατί αποδοκιμάσθηκε ο Τσίπρας στις τελευταίες εκλογές. Για τις Πρέσπες προφανώς. Δηλαδή για το γεγονός ότι εχθρευόμενος τις πραγματολογικές παρακαταθήκες της ελληνικής κοινωνίας και έχοντας ως σκοπό του να κοντύνει (γιατί αυτό είναι το διατακτικό του) την εθνική πολιτισμική αναφορά των Ελλήνων με όχημα την υιοθέτηση του εθνικισμού των γειτόνων προκάλεσε το δημόσιο αίσθημα. 
Εάν λοιπόν ο Τσίπρας αποδοκιμάσθηκε στις πολιτικές του και η διάδοχος κυβέρνηση σπεύδει να τις ακολουθήσει προς τι η αλλαγή του αυθεντικού διακινητή τους;  Προκαλεί πάντως απορία ότι ο πρωθυπουργός επέλεξε το διχαστικό επιχείρημα σε μια περίοδο που βρισκόμαστε σε μία πανδημία, σε ένα καθεστώς αναγκαστικής συστράτευσης των Ελλήνων.
Η καρδιά του ζητήματος είναι ότι από τη μια μεριά έχουμε τις άμεσες επιπτώσεις (της πανδημίας) οι οποίες άμεσες επιπτώσεις έχουν να κάνουν με την υγεία, έχουν να κάνουν με μια τεράστια οικονομική καταστροφή, όμως η οποία θα επέλθει γιατί δεν είναι υπόθεση ενός μηνός ή δύο. Ακόμα και εάν, σύμφωνα με τους υπολογισμούς φτάσουμε στο τέλος Ιουνίου και δεν πάει πάρα πέρα, υπολογίζεται ότι η ύφεση στην Ευρώπη άρα και στις Ηνωμένες Πολιτείες και στον κόσμο ακόμα περισσότερο θα ξεπερνάει το 10% – 15%. Φαντάζεστε τι σημαίνει αυτό; 
Ξέρετε τι σημαίνει να κλείσουν επιχειρήσεις και να ανέβη σε πολύ σημαντικό ποσοστό η ανεργία και η ανέχεια; Αυτό, αν το δούμε προοπτικά, θα διαπιστώσουμε ότι ναι μεν τώρα συντρέχουν οι προϋποθέσεις της συσπείρωσης μπροστά στον φόβο και τον κίνδυνο, αλλά μόλις αρχίζουν να ανοίγουν τα πανιά της σταθεροποίησης, δηλαδή της υπέρβασης της πανδημίας, θα έχουμε κοινωνικές αμφισβητήσεις, κινήσεις αποσταθεροποίησης, ανατροπές, διότι εκεί θα αντιληφθεί κανείς σε ποιο σημεία έχει φτάσει. Και τότε θα δούμε πώς θα αναλογιστεί ο καθένας τις ευθύνες του. 
Στη μετά πανδημία εποχή η πολιτική ηγεσία θα έρθει αντιμέτωπη με την κοινωνία, αυτήν που σήμερα την έχει μαζί της. Αν φύγουμε απομακρυνθούμε ωστόσο από τις άμεσες επιπτώσεις της πανδημίας, τίθενται ζητήματα άλλου τύπου σε τρία επίπεδα: Το πρώτο έγκειται στο ότι ο εγκλεισμός, θα προκαλέσει ένα αναγκαστικό βίαιο άλμα προς τα εμπρός. Πρώτα πρώτα της τεχνολογίας. Θα σπεύσει να καλύψει το κενό της επικοινωνίας που είναι αναγκαίο για τη διεθνή των αγορών, για το χρηματοπιστωτικό ζήτημα, για τη λειτουργία του κράτους και των θεσμών, για χίλια δυο άλλα πράγματα. 
Επομένως θα έχουμε μία αλματώδη ανάπτυξη της τεχνολογίας της επικοινωνίας και συγχρόνως εφαρμογές της σε όλα τα επίπεδα. Από την οικονομία, την πολιτική, την κοινωνία, το εκπαιδευτικό σύστημα, σε όλα! Το δεύτερο είναι ότι θα έχουμε εξ ανάγκης μία ραγδαία προσαρμογή των θεσμών. Κι όταν λέμε ραγδαία, την βλέπουμε ήδη. Πόσες φορές μας λέγανε ότι δεν μπορούν να προχωρήσουν στον εκσυγχρονισμό του κράτους, στην τεχνολογική του προσαρμογή; Και πόσο γρήγορα απέδειξαν ότι μπορούν να κινούνται (μέσα σε δύο τρεις μέρες) για να οδηγούν σε λύσεις οι οποίες θα διευκολύνουν τον πολίτη να συναλλάσσεται με το κράτος από το σπίτι του; Που σημαίνει ότι δεν ήθελαν ή έστω αδιαφορούσαν. 
Ωστόσο, τώρα πια τα πράγματα τίθενται διαφορετικά. Όχι γιατί μεγαλώνει ο ρόλος του κράτους, αλλά γιατί γιγαντώνεται η ανάγκη του κράτους να προστατέψει τον εαυτό του, να μπορέσει να εισπράξει, να μπορέσει να κατασιγάσει τους κινδύνους της αποσταθεροποίησης, να μπορέσει να λειτουργήσει ώστε να υπάρξει. Και ας προσέξουμε, όταν λέμε κράτος, κατά την πονηρά σκέψη των νεοτέρων, δεν εννοούμε το κράτος ως μηχανισμό, αλλά το πολιτικό σύστημα που έχει οικειοποιηθεί το κράτος εις βάρος της κοινωνίας των πολιτών. Η τεχνολογική προσαρμογή του κράτους λοιπόν θα έρθει σε κλάσμα χρόνου διότι αποτελεί όρον επιβίωσης του πολιτικού συστήματος. 
Το τρίτο όμως και πιο σημαντικό το οποίο κινεί τα υπόλοιπα, είναι η ραγδαία προσαρμογή της κοινωνίας. Σε αντίθεση με την τεχνολογία της επικοινωνίας και τις άρχουσες δυνάμεις της οικονομίας που την καρπώνονται για να ηγεμονεύσουν, οι κοινωνίες έμειναν μέχρι σήμερα εμμονικά δέσμιες σε αξίες και θεσμούς του 18ου αιώνα, προς μεγάλη ευτυχία της διεθνούς των αγορών. Αυτός είναι και ο λόγος που ανετράπησαν οι ισορροπίες μεταξύ κοινωνίας και οικονομίας και οι κοινωνίες τέθηκαν στο περιθώριο της εξέλιξης και σε καθεστώς αναγκαιότητας. 
Στον εγκιβωτισμό αυτό των κοινωνιών στον 18ο αιώνα έχει συμβάλει καθοριστικά η καθεστωτική διανόηση η οποία έχει σύρεται ως νομιμοποιητικό παρακολούθημα της «νέας τάξης» που θέλει τις δυνάμεις της νέας οικονομίας να διατηρούν αποκλειστικά το μονοπώλιο του μέλλοντος. Τις θέλουν να διαδηλώνουν, να απεργούν και κυρίως να τις καταχεριάζουν ιδεολογικά όταν επικαλούνται τα θεμελιώδη στοιχεία μιας κοινωνίας και ενός κράτους που είναι η πολιτισμική του συνοχή (δηλαδή το έθνος) και οι ανάγκες της (δηλαδή εγκολπώνεται το κοινό συμφέρον).  
Αν λοιπόν φέρνει κάτι η πανδημία στο προσκήνιο είναι η είσοδος των κοινωνιών στον αιώνα της τεχνολογίας της επικοινωνίας. Πράγμα που προοιωνίζεται επίσης τη μετάβασή τους στο μέλλον. Μπορούμε ήδη να παρακολουθήσουμε τις ιλιγγιώδεις αλλαγές στο πεδίο της εργασίας. Εφεξής θα φέρει μια νέα επιτάχυνση, θα έλεγα καλπάζουσα εξέλιξη! Η «εργασία» θα μετεξελιχθεί ουσιωδώς σε «έργο». Και τούτο διότι συμφέρει και την εργοδοσία να μη διατηρεί χώρους και μέσα εργασίας (γραφεία κλπ)), να μην ασφαλίζει τους εργαζομένους και οι εργαζόμενοι να παρέχουν έργο αντί για εργασία από το σπίτι τους. 
Αυτή η εξέλιξη θα έχει δυνητικά ένα αναπάντεχο αποτέλεσμα: την μετάβαση από την εξαρτημένη εργασία στην αυτονομία της εργασίας. Συγχρόνως οδεύουμε σε ένα άλλο φαινόμενο που είχα εξαγγείλει πριν από σαράντα και πλέον χρόνια: στην απόρριψη της εργασίας σε πραγματικό και αξιακό επίπεδο. Οδηγούμαστε δηλαδή σε μία άλλη αντίληψη της ελευθερίας στο κοινωνικοοικονομικό πεδίο με πολλαπλασιαστικές συνέπειες στη σχέση κοινωνίας και οικονομίας ή κοινωνίας και πολιτικής, οι οποίες θα αποτυπωθούν επίσης στο περιεχόμενο της κοινωνικής ατζέντας. Από τις σχέσεις ιδιοκτησίας, ή εργασίας και συστήματος θα επικεντρωθεί το κοινωνικό διακύβευμα στο ζήτημα της αναδιανομής του οικονομικού προϊόντος. Όποιος επιχειρήσει να γυρίσει πίσω την εξέλιξη θα είναι χαμένος από χέρι.
«Περιποιώ τιμή» -αν θέλετε, σε εισαγωγικά- στον εαυτό μου, δηλαδή στο σύστημα γνώσης που διακονώ, διότι αυτά που λέω αυτή τη στιγμή για τη μετάβαση του κόσμου της εποχής μας στο μέλλον με όχημα την τεχνολογία, τα έλεγα εδώ και σαράντα και πλέον χρόνια. Επομένως, δεν πρωτοτυπώ ως προς εμέ.  Απλώς τώρα διαπιστώνω, ότι το είδος της κρίσης που διανύουμε, θα προκαλέσει ένα αναγκαστικό έως βίαιο άλμα προς τα εμπρός. 
Για να παραμείνω στο θέμα της κοινωνίας. Οι κοινωνίες έγκλειστες στο σπίτι τους επιχειρούν να επικοινωνήσουν, να διαμορφώσουν κοινωνικές σχέσεις διαμέσου του τεχνοδικτύου. Ήδη έχουν περάσει από την απλή εξατομικευένη επικοινωνία στη διαμόρφωση συλλογικοτήτων στο επίπεδο του τεχνοδικτύου όπου ανταλλάσουν απόψεις, προβληματισμούς και ιδέες, όπου μεταφέρουν τις δράσεις της καθημερινότητάς τους. Η εξοικείωση ενός εκάστου των μελών της κοινωνίας με την τεχνολογία της επικοινωνίας σημαίνει ότι είναι δεκτική να δημιουργήσει μια δυναμική ικανή να διατηρηθεί με τάση να διευρύνει τα πεδία της και μετά την κρίση. 
Διαπιστώνουμε ήδη, το είχα επισημάνει πριν από την πανδημία ότι αυτή η προοπτική των κοινωνιών δεν αρέσει καθόλου τους άρχοντες του κόσμου και γι’αυτό επεξεργάζονται τρόπους να την τιθασεύσουν. Θέλουν το άτομο να κινείται στο διαδίκτυο, δεν το θέλουν όμως να συγκροτεί συλλογικότητες ούτε και να εξέρχεται της λειτουργίας του ως συλλέκτης πληροφορίας και καταναλωτής. Εξού και αναπτύσσονται εκεί «ιδέες» για το πώς της χειραγώγησης του πολίτη και της κοινωνίας ώστε να μην τους διαφύγει και χάσουν τον έλεγχο. 
Στο κλίμα αυτό εγγράφεται και ο φασιστικός τρόπος με τον οποίο οι περιφερόμενοι γυρολόγοι του φέισμπουκ επιχειρούν να φιμώσουν τις δυσάρεστες φωνές που καταθέτουν ιδέες μη συμβατές με την ορθοταξία τους. Προσποιούνται ότι δεν γνωρίζουν ότι η ιδιωτική ιδιοκτησία του θεσμού που αναλαμβάνει ρόλους δημόσιας σφαίρας δεν είναι επιτρεπτό να αξιώνει λόγον εξουσίας που τον εκτρέπει από αυτή τη λειτουργία του. Η αξίωση αυτή έχει τις πηγές της στα απομεινάρια του φεουδαλικού παρελθόντος που έχει παρέλθει ανεπιστρεπτί. 
Στο νέο περιβάλλον της τεχνολογίας της επικοινωνίας οι κοινωνίες ανακαλύπτουν τη δυνατότητα να συγκροτηθούν σε ένα επίπεδο άτυπης ή μη πλην όμως θεσμημένης συλλογικότητας, που με την εξέλιξή του δε θα διαφέρει από αυτό που συνέβαινε μέχρι τώρα στον καφενέ ή οπουδήποτε αλλού σε οποιουσδήποτε χώρους και αίθουσες. Το βλέπουμε αυτό στην εκπαίδευση, στη λειτουργία της οικονομίας, στην ανάπτυξη ομήλων διαβούλευσης και στοχασμού, το βλέπουμε παντού. 
Η διείσδυση των κοινωνιών στο νέο αυτό επικοινωνιακό πεδίο θα τις φέρει στην αρχή αντιμέτωπες με τους άρχοντες της διεθνούς των αγορών και τους θεράποντές της στην πολιτική και στο στοχασμό αλλά στο τέλος είμαι βέβαιος ότι θα επιβάλουν την παρουσία τους μέσα στο πολιτικό σύστημαΔηλαδή θα δούμε στο τεχνοδίκτυο να συγκροτούνται “Πνύκες”. “Πνύκες” μικρές, “Πνύκες” πολυσήμαντες «Πνύκες» στο επίπεδο της συνολικής άρθρωσης μιας κοινωνίας. Εκεί λοιπόν η τεχνολογία της επικοινωνίας, θα μεταβληθεί στα μυαλά των ανθρώπων από τεχνολογία της πληροφορίας που της διδάσκουν σε τεχνολογία θέσμισης των μερικών συστημάτων και του συνόλου πολιτικού συστήματος. Εν ολίγοις θα υπηρετήσει τη συγκρότηση της κοινωνίας ως σύστημα.
Θα σας αναφέρω μια επίκαιρη πληροφορία. Ήμουν στο τέλος Νοεμβρίου στο Στρασβούργο, σε μία μεγάλη εκδήλωση που οργανώνει το Συμβούλιο της Ευρώπης, με τον τίτλο «Παγκόσμιο forum για τη δημοκρατία». Διαπίστωσα εκεί λοιπόν, ότι η μεγάλη έγνοια όλων ήταν πώς θα καταξιώσουν τις ΜΚΟ -αυτές τις συμμορίες δηλαδή που διακινούν καθόλα ύποπτες συναλλαγές και οικειοποιούνται τον δημόσιο χώρο- πώς θα τις νομιμοποιήσουν ως την πεμπτουσία της δημοκρατίας. Και όλη τους η έγνοια επίσης ήταν, πώς να επιβάλλουν σιωπητήριο στην κοινωνία, πώς θα ελέγξουν τον πολίτη που κινείται ανεξέλεγκτα στο διαδίκτυο και λέει και αμφισβητεί ό,τι θέλει. 
Αυτή η απελευθέρωση του λόγου του πολίτη εκλαμβάνεται ως μείζων κίνδυνος για τους κρατούντες. Προφανώς σκεφτόντουσαν ότι όταν υπήρχε μόνο η τηλεόραση, οι εφημερίδες και λοιπά, μπορούσαν εκεί να ελέγξουν τα πράγματα και να περιορίσουν το λόγο του πολίτη στο καφενείο. 
Όταν λοιπόν έθεσα το ζήτημα κατά πόσον πρέπει να σκεφτόμαστε με αυτόν τον τρόπο, δηλαδή πώς θα ελέγξουμε την αυτονομία του πολίτη να εκφέρει τον λόγο του έστω και εξωθεσμικά μέσω του διαδικτύου, αντί να ενσωματώσουμε αυτόν τον πολίτη στο πολιτικό σύστημα ώστε να αλλάξει και η ατζέντα του (να παρεμβαίνει δηλαδή γι’ αυτό που θα αποτελεί αντικείμενο απόφασης στο πολιτικό σύστημα και όχι επί παντός επιστητού) επικράτησε πλήρης «αγαπητική» σιωπή… Δεν πέρασε όμως απαρατήρητη η διερώτηση. Με κάλεσε η διεύθυνση του Συμβουλίου να την πληροφορήσω για το σκεπτικό μου. Γιατί αυτό; Διότι, θέλουν να κρατήσουν ατόφιο το πολιτικό σύστημα υπό τον έλεγχό τους, (αυτό που αποκαλούν δημοκρατία που αρχίζει και τελειώνει στην εκλόγιμη μοναρχία) και η κοινωνία ως ιδιώτης να μη μπορεί να εκφράζεται πέραν από τις ανοχές της. 
Τούτο έχει γίνει εφικτό μέχρι σήμερα με το να κρατούν την κοινωνία εγκιβωτισμένη στις αντιλήψεις και στο πολιτικό σύστημα του 18ου αιώνα. Αυτή η αντιδραστική αντίληψη λοιπόν των πραγμάτων, έχει ήδη εξαντλήσει τα όριά της. 
Και εδώ έρχεται αν θέλετε να διαψευσθεί όλη αυτή η παραφιλολογία των «οργουελιανών» που ισχυρίζονται ότι η τεχνολογία είναι το μεγάλο κακό που θα μας βρει, όπου θα στηθεί ο Μεγάλος Αδελφός της ζωής μας. Προσέξτε: Η τεχνολογία είναι ένα ουδέτερο μέσον. Το ζήτημα είναι ποιος ελέγχει το «μέσον» αυτό. Και αυτό κρίνεται από το άλλο ερώτημα: ποιος κατέχει το οικονομικό και ιδίως πολιτικό σύστημα. 
Με άλλα λόγια εάν το πολιτικό σύστημα ανήκε στην κοινωνία, έστω κατά τον τρόπο της αντιπροσώπευσης, αυτή θα αποφάσειζε για τις χρήσεις και τις καταχρήσεις της τεχνολογίας. Ποιος θα τολμούσε να χρησιμοποιεί την τεχνολογία κατά τον τρόπο που φαντασιωνόταν ο καθόλα συμπαθής Όργουελ. Ο οποίος όμως θεωρούσε όπως και το σύνολο της νεοτερικής διανόησης ότι όλα μεταβάλλονται σε αυτόν τον κόσμο εκτός από το πολιτικό σύστημα. Όταν λοιπόν περιγράφεις μόνο το γεγονός χωρίς να αγγίζεις το σύστημα σημαίνει ότι κατατρομάζεις την κοινωνία και της λες “κάτσε εκεί στ’αυγά σου και ιδιώτευσε και μην μπαίνεις στα πράγματα”. Διότι εντέλει είσαι φορέας του κακού για τον εαυτό σου.
Προσέξτε και κάτι άλλο. Εάν οδηγηθούμε σε αυτό που θεωρώ αναπότρεπτο, δηλαδή στη συγκρότηση μικρών ή μεγάλων “Πνυκών” (δηλαδή δήμων) στο διαδίκτυο, σημαίνει ότι η αντιπροσώπευση ή η δημοκρατία θα συναντηθεί εκ νέου αναπότρεπτα με το έθνος! Όπως το έθνος αποτέλεσε για τις νεότερες κοινωνίες που εξήρχοντο από την απολυταρχία μοχλό προόδου έτσι και τώρα η μετάβαση στην αντιπροσωπευτική ή στη δημοκρατική πολιτεία θα εδρασθεί στην πολιτισμική συνοχή που χορηγός της είναι η εθνική συνείδηση κοινωνίας. Και τούτο διότι η εποχή μας για πολύ ακόμη θα ζει τη φάση της κρατοκεντρικής της σύνταξης (δηλαδή της συνάρθρωσης του κόσμου σε κράτη) πράγμα που σημαίνει ότι το πολιτικό σύστημα θα δύναται να δομείται μόνο στο εσωτερικό ενός εκάστου κράτους και όχι σε διακρατικό επίπεδο. 
Αν καταπολεμούν οι ιδεολόγοι της διεθνούς των αγορών -αυτά τα διανοητικά προσαρτήματα που μηρυκάζουν ό,τι κατασκευάζει ο ηγεμόνας- το έθνος είναι γιατί τρομάζουν μπροστά στην προοπτική η πολιτισμική αυτή βάση των κοινωνιών να αποτελέσει την αφετηρία της αντίστασης και εντέλει το θεμέλιο της δημοκρατίας. Γνωρίζουν καλά ότι η εθνική/πολιτισμική συλλογικότητα είναι κινητήριος δύναμη της προόδου και ως αντίσταση στις αρπάγες των αρχόντων του κόσμου και ως πηγή από την οποία θα αντλήσει το μέλλον της προόδου το διακύβευμά της. 
Εάν λοιπόν οι κοινωνίες αξιώσουν τη μετάβαση στην αντιπροσώπευση ή στη δημοκρατία, το έθνος θα επανέλθει ως η ρίζα πάνω στην οποία θα στηριχθεί αυτό το νέο πολιτικό σύστημα. Τότε θα εγερθεί το ζήτημα της ευθύνης για το έθνος, δηλαδή για το ποιος νομιμοποιείται να αποφασίζει για τις τύχες της κοινωνικής συλλογικότητας. Οπότε απέναντι στο έθνος του κράτους θα ορθωθεί το έθνος της κοινωνίας. Γιατί θα είναι η κοινωνία που θα ενσαρκώνει και κατ’επέκταση θα εκπροσωπεί το έθνος, και όχι ο κάτοχος του κράτους από κοινού με τους εταίρους του, τη διεθνή των αγορών. 
Στο μέτρο που η προοπτική αυτή σε επίπεδο πολιτικής δυναμικής φέρνει την ανάσα της κοινωνίας κοντά στους κρατούντες οι τελευταίοι εστιάζουν την πολεμική τους στο έθνος, δηλαδή στη διάρρηξη της πολιτισμικής των κοινωνιών. Αυτό λοιπόν είναι το μείζον θέμα που εγείρει η μετάβαση στην εποχή της τεχνολογίας της επικοινωνίας. Αυτό που θα έρθει μετά από τον εθισμό της κοινωνίας και την εξοικείωση όλων των θεσμών και της ίδιας της τεχνολογίας στο καινούργιο περιβάλλον που θα ακολουθήσει μεσοπρόθεσμα την πανδημία.
Η ευτυχία των κατόχων της εξουσίας είναι ότι έχει πετύχει (ενόψει πανδημίας) αυτό που μέχρι τώρα ονειρευόταν αλλά θεωρούσε ανέφικτο. Δηλαδή την συσπείρωση του λαού στην εξουσία τους, στο λόγο τους και στις αποφάσεις τους. Οι κλαίουσες Μαγδαληνές για τι ςσυνέπειες της πανδημίας -για να χρησιμοποιήσουμε και τους ιστορικούς όρους- μέσα τους είναι ευτυχισμένες. Διότι σήμερα δεν τους αμφισβητεί κανείς ούτε και τολμάει να εξέλθει του σπιτιού του για να διαδηλώσει. 
Ας αναλογισθούμε τι συνέβη τα τελευταία χρόνια με τη στροφή των κοινωνιών στις αντισυμβατικές συμπεριφορές. Πρόκειται όμως για μια πρόσκαιρη κατάσταση. Όταν η πανδημία υποχωρήσει και οι κοινωνίες αναπνεύσουν θα κάνουν τον απολογισμό τους θα αποτιμήσουν τις συνέπειες της πανδημίας που θα είναι όλες δικές τους. Άλλοι θα έχουν απολυθεί, θα έχουν χάσει το εισόδημά τους, θα έχει αποσυντεθεί η οικονομία, θα έχουν εισέλθει σε μία κρίση άλλου τύπου, που εάν οι κυβερνώντες δεν μεριμνήσουν να αντιμετωπίσουν έγκαιρα -και δεν ξέρω σε ποιον βαθμό ανάλογα με το πόσο θα διαρκέσει – θα επισπευσθούν οι εξελίξεις προς μια εξόχως ασταθή περίοδο με ανατροπές που δεν θα τις χωράει ο νους μας. 
Η ιστορία διδάσκει ότι, μετά από μια κρίση αυτού του είδους που δημιουργεί αρχικά συσπείρωση, όταν οι κοινωνίες βγαίνουν στο ξέφωτο, αρχίζουν τα προβλήματα. Μέσα στην κρίση οι κοινωνίες πραγματοποιούν τις μεγάλες τομές στον αξιακό τους χάρτη. Είναι επίσης γνωστή μια άλλη παράμετρος της παρούσης κρίσης. Το γεγονός ότι έχουμε απέναντί μας κοινωνίες που είχαν και έχασαν –όχι κοινωνίες που δεν γνώρισαν ακόμη την ευημερία και την ελευθερία- και αυτό δεν είναι εύκολα υποφερτό και τα πράγματα δυσκολεύουν. 
Θα σας το πω με ένα παράδειγμα. Εάν σε έναν δυστυχή πεινασμένο της Αφρικής που δεν έχει σήμερα να φάει ούτε ψωμί του δώσετε πέντε καρβέλια ψωμί, θα σας είναι ευγνώμων. Εάν σε έναν της ευρωπαϊκής μεσαίας τάξης ή σε έναν της ανώτερης τάξης που είχε και έχασε τον φέρεις αντιμέτωπο με την ανέχειά του, τότε αυτός δεν θα σου είναι ευγνώμων ακόμα και αν του δώσεις πέντε καρβέλια ψωμί. Θα εγερθεί εναντίον σου διότι παρ’ όλον ότι η ανέχειά του θα προέρχεται από την πανδημία -ένα τρίτο γεγονός- το αποτέλεσμα αυτό καθεαυτό θα του είναι αφόρητο και θα αναζητήσεις λύσεις στην εξουσία. 
Στις πιο πολιτικά αναπτυγμένες κοινωνίες η απόδοση της ευθύνης στον κάτοχο της εξουσίας είναι συνήθης. Θέλετε να σας πω κι ένα πολύ ωραίο που έχει να κάνει με την ιστορικότητα αυτού ελληνικού λαού που οι άρχοντές του αρνούνται; Βρισκόμαστε στον 9ο προς 10ο αιώνα, στο Βυζάντιο. Ένας Κινέζος που επισκέπτεται το Βυζάντιο, σχολιάζει σχετικά: “Τι είναι αυτοί οι άνθρωποι εδώ πέρα; Οι οποίοι έχουν έναν βασιλέα σήμερα από ένα γένος, άλλον αύριο από άλλη οικογένεια, μετά έναν τρίτον από μια τρίτη οικογένεια. Και που, εάν ακόμα και ο καιρός δεν πάει καλά και καταστρέψει τη σπορά την υπαίτιος γι’αυτήν θα είναι ο βασιλιάς τον οποίο τον αλλάζουν και εκλέγουν άλλον; Εμείς έχουμε έναν εκεί εγκατεστημένο βρέξει-χιονίσει και δεν του καταλογίζουμε ποτέ τις ευθύνες του γι’ αυτά τα φυσικά φαινόμενα”. 
Ε λοιπόν, αυτή είναι η διαφορά μεταξύ ανθρωποκεντρισμού, δηλαδή κοινωνικών εν ελευθερία που ζουν στη δημοκρατία και κοινωνιών δεσποτικού/φεουδαλικού τύπου που ήταν η κινεζική κοινωνία. Κάτι ανάλογο μπορούμε να δούμε σήμερα στη σχέση της ελληνικής κοινωνίας με τις ευρωπαϊκές. Εδώ η αλήθεια του κράτους είναι το ψέμα της κοινωνίας. Εκεί η αλήθεια του κράτους είναι και η αλήθεια της κοινωνίας. Διότι εκεί το κράτος θεωρούν ότι τους απελευθέρωσε από τα δεινά της φεουδαρχίας. Εδώ, το κράτος ήρθε πολύ αργά σε μια ηττημένη στην επανάσταση κοινωνία το οποίο έμοιαζε ξένο σώμα για αυτήν και εξ αυτού του λόγου συμπεριφέρθηκε και εξακολουθεί να συμπεριφέρεται ως δυνάστης επί της κοινωνίας. Και ως εκ των πολιτικών του δεν μπορεί ποτέ να αισθάνεται η κοινωνία ευεργέτη αυτό το κράτος. 
Θα μπορούσε να συμβεί αυτό μόνον εάν η ελληνική κοινωνία αποκτήσει το «σύνδρομο της Στοκχόλμης». Που ευτυχώς η κοινωνία μας ενώ έχει αποκτήσει πολλές άλλες ιδιαιτερότητες αλλά σε αυτό το σημείο δεν έχει φτάσει ακόμα. 
Σε ότι αφορά στην Ευρώπη έχω εξηγήσει πως οι πολιτικές του κράτους  είναι αποτέλεσμα γυμνών συσχετισμών. Άρα, το ευρωπαϊκό κράτος είναι ταξικά οριοθετημένο στις πολιτικές του. Αλλά οι ταξικές αυτές πολιτικές αφήνουν ένα περιθώριο συμβιβασμών για να επιτυγχάνεται η συνοχή της κοινωνίας, η συναίνεσή της στο σύστημα.  Στο κλίμα αυτό υπάρχει περιθώριο για την ύπαρξη, τη λειτουργία του κράτους ως δημοσίου χώρου. 
Στην Ελλάδα δεν υπάρχει θέση για το δημόσιο χώρο, διότι το κράτος έχει φροντίσει να αποδομήσει τις βάσεις της κοινωνικής συλλογικότητας: την θεσμημένη σε δήμο κοινωνική συλλογικότητα πριν από αυτό και στη συνέχεια την αστική τάξη του μείζονος ελληνισμού στην οποία η κομματοκρατία δεν επέτρεψε ποτέ να εισέλθει στη χώρα. Το ελληνικό κράτος στάθηκε πάντοτε απέναντι στην κοινωνία, σπανίως συναντήθηκε με τη βούληση της κοινωνικής συλλογικότητας. 
Κάποτε πρέπει να το αντιληφθούμε, ότι όποιος αντιμάχεται το έθνος, αντιμάχεται τις πολιτικές που είναι συναρτημένες με την ελευθερία, με το συμφέρον και τη βούληση της κοινωνίας. Επομένως ταξινομούνται στη σκοτεινή πλευρά της ιστορίας, δηλαδή είναι φύσει αντιδραστικοί και μάλιστα ιδιοτελείς και εθελόδουλοι. Υπό το πρίσμα αυτό ο ορισμός τους έθνους ως αφηρημένη έννοια και όχι ως κοινωνικό φαινόμενο που απαντάται στις ανθρωποκεντρικές κοινωνίες (τις εν ελευθερία κοινωνίες) αποβλέπει στο να το αποσπάσουν από τον φυσικό του φορέα την κοινωνία προκειμένου να συνεχίσουν να ελέγχουν ανεξέλεγκτα το πολιτικό σύστημα/κράτος. Με τον τρόπο αυτό γνωρίζουν ότι θα έχουν το έδαφος ελεύθερο να εμφανίζουν τα πεπραγμένα του κράτους δηλαδή τα πεπραγμένα τους ως πεπραγμένα του έθνους και να ενοχοποιούν αυτό, δηλαδή την κοινωνία για τα δικά του ανομήματα. 
Εν ολίγοις ο φόβος των διακινητών ενός «νέου πατριωτισμού», ή με διαφορετική διατύπωση αυτών που διατείνονται ότι με την επανάσταση «συγκροτήσαμε έθνος», που αρνούνται ότι το έθνος δημιούργησε το κράτος υποκρύπτει την ανησυχία τους στο μήπως η πολιτισμική ιστορικότητα του ελληνικού λαού λειτουργήσει ως τροφοδότης αξία που θα σφυρηλατήσει τη βούληση της αντίστασής τους στα πεπραγμένα τους και περαιτέρω του αιτήματος μιας μεταβολής της πολιτείας που θα έφερνε την κοινωνία ως θεσμική συνιστώσα της πολιτικής διαδικασίας. 
Η προοπτική της ανάκλησης από την κοινωνία των πολιτών μέρους της πολιτικής κυριαρχίας που της απαλλοτρίωσαν οι άρχοντές της είναι ο νέος εφιάλτης τους.  Ήδη τα μέλη της Επιτροπής για τους εορτασμούς των 200 χρόνων από την Επανάσταση δεν αποκρύπτουν ότι πίσω από το σκεπτικό τους για την επίλυση του δημογραφικού προβλήματος της χώρας –που ας μην το ξεχνάμε το ολιγαρχικό κράτος της κομματοκρατίας δημιούργησε- με γνώμονα το διατακτικό της διεθνούς των αγορών, κρύβεται ο σκοπός τους, η διάρρηξη της πολιτισμικής συνοχής της ελληνικής κοινωνίας και στο βάθος η απαλλαγή τους από τον ενοχλητικό αυτό λαό.
Αν θελήσουμε να δούμε τα πράγματα υπό μια μακροσκοπική ματιά θα διαπιστώσουμε ότι κάθε ιστορική εξέλιξη μεγάλου διαμετρήματος, κάνει το άλμα προς τα εμπρός μέσα παλινδρομήσεις που ενέχουν μέσα τους επίσης την κρίση και την οπισθοδρόμηση. Μέσα από την ανάγκη ο άνθρωπος θα κινητοποιήσει τον προβληματισμό του ώστε να σκεφθεί τις επόμενες λύσεις. Και αυτό που προκύπτει μέσα στην κρίση, όπως τώρα με την πανδημία είναι η ανακάλυψη από την κοινωνία της τεχνολογίας της επικοινωνίας. Με την έννοια ότι δημιουργεί σ’αυτήν μια μοναδική ευκαιρία να αναστοχασθεί το πρόβλημά της, να επεξεργασθεί νέες ιδέες για τη θέση της στην πολιτεία και να ιππεύσει στο άρμα της τεχνολογίας προς το μέλλον. 
Στις συνθήκες της πανδημίας που προκάλεσε ο κορωνοϊός το κεντρικό ζήτημα παραμένει: Η διάσταση μεταξύ αυτών που κατέχουν το σύστημα –και εξ αυτού του λόγου συμπεριφέρονται ως διατάκτες την ζωής των κοινωνιών- και της κοινωνίας που όπως είπα ζει ερμητικά ακόμη στο αξιακό σύστημα του 18ου αιώνα. Η εποχή μας εξ επόψεως συσχετισμών δηλαδή σχέσεων ηγεμονίας μεταξύ κοινωνίας και πολιτικής έχει το ανάλογό της στην εποχή της Ιεράς Συμμαχίας. Με τη διαφορά ότι ηγεμόνας δεν είναι η απολυταρχία αλλά η διεθνής των αγορών. Και οι κυοφορούμενες διεργασίες ωστόσο είναι ανάλογες. Γι’αυτό όπως και τότε το διακύβευμα  ήταν προεχόντως ιδεολογικό και συγκεκριμένα η αποδόμηση στα μυαλά των ανθρώπων του κρατούντος ήδη παλαιού καθεστώτος και η εναρμόνισή τους με τις πολιτειακές επιταγές του μέλλοντος. 
Κάτι ανάλογο υπεισέρχεται ως ανάγκη για τις κοινωνίες στις ημέρες μας. Να απαλλαγούν από ιδεολογικές αλχημείες που ισχυρίζονται ότι το σημερινό σύστημα είναι ιερό διότι είναι δημοκρατικό και συγχρόνως αντιπροσωπευτικό τη στιγμή που δεν είναι παρά μια αρχαϊκή εκλόγιμη μοναρχία. Αρκεί να καλέσουμε όποιον θαυματοποιό θεό θέλουν να μας εξηγήσει πώς είναι δυνατόν να βιώνουμε τρία συστήματα σε μια πολιτεία. 
Να κυβερνάει ο Μητσοτάκης ή ο Τσίπρας (η εκλόγιμη μοναρχία), να κυβερνάει συγχρόνως η κοινωνία (η δημοκρατία) και εντέλει να είναι ο μεν (ο πρωθυπουργός) εντολέας και ο άλλος (η κοινωνία) εντολοδόχος (η αντιπροσώπευση). Οι γελοιότητες αυτές εντούτοις διδάσκονται ωστόσο στα πανεπιστήμια όλου του κόσμου ως αδιαπραγμάτευτες αλήθειες. Η επισήμανση αυτή απαντά στον αφελή ισχυρισμό κάποιων που διατείνονται ότι η μετάβαση στη δημοκρατία είναι θέμα παιδείας. 
Προφανώς πιστεύουν ότι αφού το πολιτικό σύστημα της εποχής μας, η εκλόγιμη μοναρχία, είναι δημοκρατικό και η παιδεία που εκπορεύεται από αυτό είναι δημοκρατική. Ώστε αυτό που πρέπει να συγκρατήσουμε είναι ότι την εξέλιξη την επιβάλει το δίκαιο της ανάγκης, δηλαδή οι συνθήκες και όχι η παιδεία. Αυτή ακολουθεί. Όταν οι κοινωνίες μέσα από την ανατροπή των συσχετισμών υφίστανται ανήκεστη βλάβη, αναλογίζονται μέσα από διαδικασίες προσαρμογής πώς θα μεταβούν στο μέλλον. Και σήμερα οι κοινωνίες στη Δύση, βιώνουν αυτό το στάδιο της ανάγκης. Εξού και είναι πολύ πιο μπροστά από την επιπεδογραφική  διανόηση και από τις πολιτικές τους ηγεσίες. Γιατί είναι αυτές που ουσιαστικά υφίσταται τις συνέπειες της ρήξης στο πεδίο των συσχετισμών που προκάλεσαν οι εξελίξεις ήδη από τη δεκαετία του 1980. 
Θα ζήσουμε λοιπόν μία σημαντική καθίζηση των κοινωνιών στο άμεσο μέλλον, αλλά το αισιόδοξο μήνυμα είναι ότι, σε έναν μεσοπρόθεσμο ορίζοντα, προοιωνίζεται η μετάβαση στην επόμενη μέρα. Ας ελπίσουμε ότι αυτή η μετάβαση και εντέλει η μεταβολή πολιτείας θα γίνει με σταθερό και εξελικτικό τρόπο και όχι με τη βία Αν και φοβάμαι ότι θα επιβεβαιωθεί η λογική της εξελικτικής βιολογίας που διδάσκει ότι οι άμυνες, ο ηγεμόνας  σπανίως έχει αίσθηση των ορίων της δύναμης και συνακόλουθα θα επιλέξει να διευρύνει την θέση του δοκιμάζοντας εντέλει τις αντοχές της κοινωνίας. Είναι όμως εξίσου γνωστό ότι η εξουθένωση του άλλου είναι κακός σύμβουλος καθώς οδηγεί αναπόφευκτα στην αιματοχυσία. Το απεύχομαι.
Γιώργος Κοντογιώργης – Καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης Πάντειο Πανεπιστήμιο, πρώην Πρύτανης
Απομαγνητοφώνηση συνέντευξης στον ρ/σ 98,4 και στον δημοσιογράφο Γ.Σαχίνη: Ελένη Ξένου
Follows us on twitter
Join our Facebook page

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Το ιστολόγιο είναι ανοιχτό σε οποιονδήποτε σχολιασμό, αρκεί να μην είναι απρεπής. Τα αισχρόλογα θα διαγράφονται άμεσα.