Του Σταύρου Λυγερού
Το ΠΑΣΟΚ γιόρτασε τα 40α γενέθλιά του με τις δημοσκοπήσεις
να μην αφήνουν αμφιβολία για το εκλογικό μέλλον του και με τους δύο
μεγάλους κατεδαφιστές, τον Γιώργο Παπανδρέου και τον Βαγγέλη Βενιζέλο να
συγκρούονται ανοικτά πλέον πάνω στα ερείπια του άλλοτε κραταιού
Κινήματος. Η πολιτικοεκλογική αποδόμηση του ΠΑΣΟΚ είναι εξίσου
εντυπωσιακή με τη θυελλώδη επέλασή του προς την...
εξουσία (1974-81) και
την εδραίωσή του ως ηγεμονική πολιτική δύναμη στις δεκαετίες του 1980
και 1990.
Ο Ανδρέας Παπανδρέου εκμεταλλεύθηκε με διορατικότητα το ριζοσπαστικό
κύμα που σάρωσε την Ελλάδα τη δεκαετία του 1970 για να οικοδομήσει
σοσιαλιστικό κόμμα εξουσίας. Το ρεύμα της Αλλαγής αναπτύχθηκε γύρω από
τρεις άξονες: Πρώτον, τον εκδημοκρατισμό και την οριστική υπέρβαση των
υπολειμμάτων του εμφυλιοπολεμικού κλίματος. Δεύτερον, την εθνική
χειραφέτηση από την ξένη εξάρτηση. Τρίτον, τη δημιουργία Κράτους
Πρόνοιας.
Εκφράζοντας το κύμα του αριστερόστροφου μικροαστισμού το ΠΑΣΟΚ
εκτοξεύθηκε από το 13% του 1974 στο 48% του 1981. Η είσοδος στους αρμούς
της εξουσίας έφερε τα κατά κανόνα θολά οράματα αντιμέτωπα με την
πραγματικότητα. Ο Ανδρέας Παπανδρέου είχε αποδείξει ότι ήξερε άριστα να
κάνει αντιπολίτευση. Αναλαμβάνοντας το πηδάλιο κλήθηκε να αποδείξει ότι
μπορούσε να ασκήσει δημιουργικά και τις κυβερνητικές ευθύνες.
Η μεταλλαγή του ΠΑΣΟΚ από κίνημα διαμαρτυρίας σε κόμμα εξουσίας δεν
ήταν τόσο επιτυχής, αν κι αυτό αρχικά δεν ήταν τόσο ευδιάκριτο, λόγω του
κλίματος ευφορίας και ελπίδας. Το κυβερνητικό παρελθόν της ΝΔ, άλλωστε,
κάλυπτε για μεγάλο διάστημα τις ανεπάρκειες της “πράσινης”
διακυβέρνησης.
Ο Ανδρέας Παπανδρέου ταυτίσθηκε με την πολιτική χειραφέτηση και την
εισβολή της “μικροαστικής θάλασσας” στο κέντρο της πολιτικής σκηνής.
Αυτή η κοσμογονία με τους συχνά ανερμάτιστους πειραματισμούς είχε μεγάλο
κόστος. Από την άλλη πλευρά, όμως, το ΠΑΣΟΚ ανανέωσε βαθιά την ελληνική
κοινωνία. Ο απολογισμός έχει πολλά θετικά και αρνητικά στοιχεία. Κατά
τη διάρκεια αυτών των μετασχηματισμών πολλά θα μπορούσαν να είχαν γίνει
καλύτερα και με μικρότερο τίμημα. Το ΠΑΣΟΚ, όμως, ενηλικιώθηκε και
μετεξελίχθηκε μαζί με τις κοινωνικές δυνάμεις που εξέφρασε πολιτικά.
Ο Ανδρέας Παπανδρέου υπήρξε πολιτικός γενάρχης κι όχι πολιτικός
μάνατζερ. Ανήκει στην κατηγορία των ηγετών, που ιονίζουν τις κοινωνικές
δυνάμεις, που προκαλούν έντονα πάθη και αφήνουν ανεξίτηλα ίχνη στη
συλλογική συνείδηση. Γι’ αυτό και η θυελλώδης σταδιοδρομία του ήταν
άνιση.
Το ρεύμα της Αλλαγής είχε εξαρχής δύο κοινωνικές συνιστώσες που από
ένα σημείο και πέρα άρχισαν να αποκλίνουν: Η μία ήταν τα ανερχόμενα
μεσοστρώματα, που λόγω της αριστερής ή κεντροαριστερής προέλευσης τους,
μπορούσαν να φθάσουν μόνο μέχρι τις παρυφές της εξουσίας. Γι’ αυτά, το
ΠΑΣΟΚ ήταν το όχημα και ο πολιορκητικός κριός για να αλώσουν το
“φρούριο”. Η δεύτερη συνιστώσα ήταν τα λαϊκά στρώματα, που η ανασφάλειά
τους τα έκανε να δουν το ΠΑΣΟΚ σαν πολιτικό προστάτη τους.
Τα συμφέροντα των δύο αυτών κοινωνικών δυνάμεων δεν ταυτίζονταν. Από
το 1988 και μετά, τα μεσοστρώματα που ευνοήθηκαν κοινωνικοοικονομικά από
την κυβέρνηση Ανδρέα Παπανδρέου εκδήλωσαν τάσεις απομάκρυνσης. Το
σκάνδαλο Κοσκωτά λειτούργησε σαν καταλύτης. Αρκετοί από τους ευνοηθέντες
ανακάλυψαν τη γοητεία του ανερχόμενου (νεο)φιλελευθερισμού και άλλαξαν
στρατόπεδο.
Η ασθένεια του τότε πρωθυπουργού και ο εγκλωβισμός της κυβέρνησής του
στη θολή ατμόσφαιρα σκανδάλων και σκανδαλολογίας οδήγησαν στην εκλογική
ήττα του Ιουνίου 1989 και στις παραπομπές στο Ειδικό Δικαστήριο. Η
πολιτική ασπίδα του Ανδρέα Παπανδρέου στις δύσκολες εκείνες ημέρες ήταν
τα λαϊκά στρώματα. Αυτά υποχρέωσαν το ΠΑΣΟΚ να παραμείνει συσπειρωμένο
γύρω από τον ιδρυτή του. Τότε, το Κίνημα έχασε ψήφους από τα
μεσοστρώματα και κέρδισε ψήφους στις λαϊκές γειτονιές.
Αν ο Κώστας Μητσοτάκης δεν παρέπεμπε τον Ανδρέα Παπανδρέου στο Ειδικό
Δικαστήριο, οι εξελίξεις ίσως ήταν διαφορετικές. Η δίωξη του αντιπάλου
του με αθέμιτα μέσα έφερε το ακριβώς αντίθετο από το αναμενόμενο
αποτέλεσμα. Η αφόρητη πολιτική-ηθική πίεση που δέχθηκαν οι ψηφοφόροι του
ΠΑΣΟΚ ενεργοποίησε το ένστικτο αυτοσυντήρησης της παράταξης, με
αποτέλεσμα να επικαλυφθούν οι αμφιβολίες και δυσαρέσκειες.
Από τη στιγμή που ο Ανδρέας Παπανδρέου διατήρησε την ενότητα και
ξεπέρασε τη θύελλα, η επιστροφή του στην εξουσία ήταν θέμα χρόνου. Η
πολιτική της κυβέρνησης Μητσοτάκη διευκόλυνε την εκλογική νίκη του ΠΑΣΟΚ
τον Οκτώβριο 1993. Μετά τη δοκιμασία του 1989-90, οι “πράσινοι”
επέστρεψαν περισσότερο προσγειωμένοι και χωρίς τα φανταιζί συνθήματα του
1981.
Αν και η διακυβέρνηση της περιόδου 1993-96 σφραγίσθηκε από μία
βιτρίνα παρακμής, είχε και θετικές πτυχές. Τότε αντιστράφηκε η πορεία
προς την πτώχευση και μπήκαν οι βάσεις για την είσοδο στην Ευρωζώνη. Η
ασθένεια του Ανδρέα Παπανδρέου στα τέλη 1995 άνοιξε τον δρόμο για τη
διαδοχή του.
Τα καμώματα της Δήμητρας Λιάνη είχαν προκαλέσει και κατ’ αντιδιαστολή
αναγόρευσαν τον Κώστα Σημίτη σε λύση. Εάν, βεβαίως, δεν είχε προηγηθεί ο
θάνατος του Γιώργου Γεννηματά, ο Σημίτης δεν θα είχε ελπίδες να φθάσει
εκεί που έφθασε. Η ιστορία, όμως, δεν γράφεται με εάν.
Η εκλογή του Σημίτη στην πρωθυπουργία διευκολύνθηκε από το κλίμα
παρακμής, αλλά οφείλεται κυρίως στην απήχηση της “εκσυγχρονιστικής”
επαγγελίας του. Δεν ήταν μόνο εσωκομματικά ο άλλος πόλος. Ήταν κι αυτός
που εξέφρασε πολιτικά τα συμφέροντα των ανερχόμενων μεσοστρωμάτων και
του κόσμου της αγοράς.
Αυτή είναι η αιτία που ο σημιτικός “εκσυγχρονισμός” διείσδυσε
εκλογικά στην κεντροδεξιά. Από την άλλη πλευρά, όμως, η στροφή αυτή
αποδυνάμωσε την παραδοσιακή προνομιακή σχέση του ΠΑΣΟΚ με τα λαϊκά
στρώματα. Αυτά, όμως, εμφανίζουν μεγάλη αδράνεια στην εκλογική
συμπεριφορά τους, γεγονός που επέτρεψε στον Σημίτη διάδοχο να κερδίσει
τις εκλογές του 1996 και οριακά τις εκλογές του 2000.
Η εκλογή του στην πρωθυπουργία άνοιξε τον δρόμο για την αναρρίχησή
του και στην προεδρία της παράταξης. Το εκβιαστικό δίλημμα «πρόεδρος ή
παραίτηση» έφερε αποτέλεσμα. Το ΠΑΣΟΚ ήταν σε μεγάλο βαθμό κρατικοδίαιτο
κόμμα που ήθελε να διατηρήσει την εξουσία και που επιπλέον δεχόταν την
πίεση της αγοράς για διασφάλιση της πολιτικής σταθερότητας. Αυτός είναι
και ο λόγος που η εσωκομματική αντιπολίτευση προς τον Σημίτη σταδιακά
εκφυλίσθηκε.
Στον απολογισμό της οκταετούς διακυβέρνησής του Σημίτη υπάρχουν
φωτεινά και μελανά σημεία. Το μόνο αναμφισβήτητο είναι ότι το ΠΑΣΟΚ
μεταλλάχθηκε ιδεολογικοπολιτικά. Εάν δεν είχε προηγηθεί αυτή η
μετάλλαξη, το ΠΑΣΟΚ δεν θα είχε μετατραπεί σε σημαιοφόρο του Μνημονίου.
Ο κύκλος Σημίτη έκλεισε στις αρχές 2004. Εγκατέλειψε την προεδρία του
κόμματος πριν τις εκλογές για να αποφύγει την πανωλεθρία. Ακολουθώντας
πρακτική πολιτικής δυναστείας, παρέδωσε το “δακτυλίδι” στον Γιώργο
Παπανδρέου. Το βαρύ όνομά του, η καλή διεθνής εικόνα του και το
μετριοπαθές ύφος του είχαν συμβάλλει ώστε ο τότε υπουργός Εξωτερικών να
έχει κατακτήσει μία υψηλή δημοτικότητα.
Το ΠΑΣΟΚ είχε ζωτική ανάγκη να επανενοποιηθεί εσωτερικά, να ανανεωθεί
σε πρόσωπα, να αναβαπτισθεί πολιτικά και να ξαναβρεί το κοινωνικό του
πρόσωπο. Αυτοί οι λόγοι, σε συνδυασμό με την αμφισημία της πολιτικής
προσωπικότητας του Γιώργου Παπανδρέου, έστειλαν κάτω από την πολιτική
ομπρέλα του δυνάμεις με διαφορετικούς προσανατολισμούς.
Στο πρόσωπό του επενδύθηκαν μεγάλες κι αντιφατικές προσδοκίες. Για
την ακρίβεια, η κάθε σχεδόν συνιστώσα του ΠΑΣΟΚ πρόβαλε σ’ αυτόν τη δική
της πολιτική φαντασίωση. Εξ ου και το κλίμα συσπείρωσης και
αισιοδοξίας, που διαμορφώθηκε αστραπιαία, όταν φάνηκε ότι δρομολογείται
αλλαγή καπετάνιου.
Το ΠΑΣΟΚ παραδόθηκε άνευ όρων στον Γιώργο Παπανδρέου, ο οποίος μετά
την εκλογή του από τη βάση κατέστη ανεξέλεγκτος μονάρχης. Πριν κοπάσει,
όμως, ο άνεμος αισιοδοξίας που προκλήθηκε από την “ενθρόνιση”, ο νέος
αρχηγός άρχισε να θρυμματίζει τα ηθικοπολιτικά στερεότυπα του κόμματός
του. Το μεταπολιτικό λαϊφ στάϊλ ήταν ο μανδύας και το όχημα μίας
περαιτέρω ιδεολογικοπολιτικής μετάλλαξης του ΠΑΣΟΚ.
Είναι εντυπωσιακή η ταχύτητα, με την οποία διαψεύσθηκαν οι προσδοκίες
που είχαν επενδυθεί στο νέο αρχηγό. Μετά την ήττα στις εθνικές εκλογές
ήρθε η βαρύτατη ήττα στις ευρωεκλογές του Ιουνίου 2004. Το
σημαντικότερο, όμως, ήταν πως η όλη στάση του Γιώργου Παπανδρέου έδινε
την εντύπωση ενός μετέωρου βήματος. Ποτέ δεν κατάφερε να συντονισθεί με
τις ανάγκες της ελληνικής κοινωνίας. Όπως χαρακτηριστικά είπε γι’ αυτόν
παλαίμαχο στέλεχος του ΠΑΣΟΚ «ο Γιώργος είναι αλλού». Είναι ενδεικτική η
παλινδρόμησή του ανάμεσα σ’ έναν αμφιλεγόμενο μεταμοντέρνο πολιτικό
λόγο και σε παρωχημένες παλαιοκομματικού τύπου αντιπολιτευτικές
ρητορικές.
Το πρόβλημα, όμως, δεν το είχε μόνο ο αρχηγός, Το κομματικό ρετιρέ
είχε κατά κανόνα προσβληθεί από το σύνδρομο υπαλληλοποίησης. Η
πλειονότητα των στελεχών είχε πολιτικά απαξιωθεί, επειδή είχε συνδεθεί
με πολιτικό κομφορμισμό, καθεστωτική νοοτροπία, ηθικά διαβλητές
πρακτικές και νεοπλουτίστικες συμπεριφορές.
Μπορεί ο μύθος του “νικηφόρου πρίγκηπα” να διαλύθηκε γρήγορα, αλλά η
λογική του δικομματισμού ήταν δεδομένο ότι θα τον έστελνε στο μέγαρο
Μαξίμου, εάν παρέμενε στην ηγεσία του ΠΑΣΟΚ. Το φθινόπωρο του 2007, ο
Γιώργος Παπανδρέου ηττήθηκε για δεύτερη φορά σε εθνικές εκλογές από τον
Κώστα Καραμανλή.
Παρόλα αυτά, το ΠΑΣΟΚ του έδωσε μία δεύτερη ευκαιρία. Τον επανεξέλεξε
επειδή υπέκυψε αφενός στο σύνδρομο της πολιτικής δυναστείας, αφετέρου
στην έμμεση απειλή του ότι «δεν θα παραδώσει το κόμμα στο Βενιζέλο». Η
εσωκομματική εκείνη σύγκρουση προκάλεσε βαθύ ρήγμα στο ΠΑΣΟΚ που δεν
γεφυρώθηκε ποτέ. Η νίκη στις ευρωεκλογές του Ιουνίου 2009 και ο θρίαμβος
στις εθνικές εκλογές του Οκτωβρίου 2009 απλώς το επικάλυψαν.
Η ανώμαλη προσγείωση του Γιώργου Παπανδρέου από τα φανταιζί
μεταμοντέρνα καμώματα των πρώτων εβδομάδων της πρωθυπουργικής θητείας
του στην αγκαλιά της Τρόικας θα μπορούσε να είναι το θέμα ενός
εντυπωσιακού μυθιστορήματος. Οι βουλευτές του ΠΑΣΟΚ, πάντως, με
ελάχιστες εξαιρέσεις, μπήκαν σαν καλά πρόβατα στο μαντρί του Μνημονίου.
Τον Μάϊο 2010 το ΠΑΣΟΚ διέβη τον Ρουβίκωνα. Μπορεί η διαδικασία
ιδεολογικοπολιτικής μετάλλαξης να είχε αρχίσει πριν χρόνια, αλλά τότε
άρχισε η διάρρηξη των δεσμών του με την παραδοσιακή εκλογική πελατεία
του. Το κραχ επηρέασε καταλυτικά το πολιτικό κλίμα, οξύνοντας την κρίση
νομιμοποίησης της κυβέρνησης. Έτσι φθάσαμε στο κίνημα των
Αγανακτισμένων.
Έχοντας από τον Ιούνιο 2011 αναλάβει το υπουργείο Οικονομικών, ο
Βενιζέλος ταυτίσθηκε με τον αρχηγό του όσον αφορά τις μνημονιακές
πολιτικές. Αυτό, όμως, δεν μείωσε ούτε την επιθυμία του να πάρει τη
ρεβάνς, ούτε και την αμοιβαία αντιπάθεια. Έτσι, όταν το ευρωιερατείο
μεθόδευσε στις Κάννες (Οκτώβριος 2011) την αποπομπή του Γιώργου
Παπανδρέου από την πρωθυπουργία, βρήκε στο πρόσωπο του Βενιζέλου έναν
πρόθυμο σύμμαχο.
Με τον σχηματισμό της κυβέρνησης Παπαδήμου, ο δρόμος για την προεδρία
του ΠΑΣΟΚ είχε ανοίξει διάπλατα για τον Βενιζέλο. Η ενθρόνισή του
λίγους μήνες αργότερα ικανοποίησε την αρχηγική φιλοδοξία του, αλλά
σίγουρα όχι όπως την είχε ονειρευθεί. Η εκλογή του ήταν είναι κακέκτυπο
της τελετουργίας του 2004. Οι “πράσινοι” ήλπιζαν ότι η αλλαγή ηγεσίας θα
λειτουργούσε σαν Κολυμβήθρα του Σιλωάμ, αλλά τα γεγονότα τους
διέψευσαν.
Η μεταλλαγή του ΠΑΣΟΚ από υπερασπιστή των μη προνομιούχων σε
σημαιοφόρο του Μνημονίου το έφερε σε μετωπική σύγκρουση με τα
μικρομεσαία στρώματα, τα οποία το στήριζαν για δεκαετίες. Από αυτή την
άποψη, ο Βενιζέλος απέδειξε ότι είναι αντάξιος συνεχιστής του μεγάλου
κατεδαφιστή Γιώργου Παπανδρέου. Μπορεί οι δύο τους να είναι διαμετρικά
αντίθετες προσωπικότητες, αλλά αυτό που μέτρησε είναι ο κοινός
παρονομαστής τους: η ταύτιση με το Μνημόνιο.
Το ΠΑΣΟΚ του Βενιζέλου μόνο το όνομα έχει κοινό με το ΠΑΣΟΚ του
Ανδρέα Παπανδρέου. Το άλλοτε κραταιό Κίνημα είχε “καεί”
πολιτικοεκλογικά. Αυτό πρακτικά σήμαινε ότι δεν ισχύει πια το δόγμα ότι
όποιος καθίσει στον θρόνο του ΠΑΣΟΚ αργά ή γρήγορα θα καθίσει και στον
πρωθυπουργικό θώκο.
Η κρίση δεν προκάλεσε μόνο οικονομικά και κοινωνικά ερείπια.
Προκάλεσε και μία πρωτοφανή κρίση πολιτικής αντιπροσώπευσης. Το εκλογικό
αποτέλεσμα του Μαϊου 2012 επισφράγισε την ανατροπή των ισορροπιών του
μεταπολιτευτικού πολιτικού συστήματος. Με την αντικατάσταση του
παραδοσιακού δικομματισμού από το δίπολο ΝΔ-ΣΥΡΙΖΑ, το ΠΑΣΟΚ
υποβαθμίσθηκε από αυτοδύναμος πόλος σε μπαλαντέρ. Για την ακρίβεια, λόγω
του μνημονιακού στίγματος και της βεντέτας του Βενιζέλου με τον ΣΥΡΙΖΑ,
έχει μετατραπεί σε πολιτικό συμπλήρωμα της ΝΔ στο πλαίσιο της
“παράταξης του Μνημονίου”.
Η κεντροαριστερά, βεβαίως, δεν έπαψε να είναι ο ένας από τους δύο
μεγάλους ιδεολογικοπολιτικούς χώρους. Οι κεντροαριστεροί ψηφοφόροι,
όμως, κατά κανόνα έπαψαν να εκφράζονται πολιτικά από το ΠΑΣΟΚ.
Καταφεύγουν στον ΣΥΡΙΖΑ ως εκλογικοί πρόσφυγες.
Όλα δείχνουν ότι πρόκειται για πολιτικό διαζύγιο, ότι ο “πράσινος ήλιος” δύει οριστικά.
Η δύση του «πράσινού ήλιου” ώθησε τον Βενιζέλο να κρυφτεί κάτω από
την ομπρέλα της “Ελιάς”. Ήλπιζε ότι η έμμεση αλλαγή ονομασίας και η
συνεργασία με ορισμένες προσωπικότητες του Σημιτισμού θα τον διέσωζε. Η
“Ελιά”, όμως, είναι ανίκανη να ανασυγκροτήσει την όλη κεντροαριστερά,
επειδή παραμένει στο πλαίσιο των μνημονιακών πολιτικών. Πώς να
επανασυσπειρώσει τους πρώην “πράσινους” ψηφοφόρους ξανασερβίροντάς τους
με πιο κομψό περιτύλιγμα την πολιτική που τους έδιωξε;
Στην πραγματικότητα, η φιλολογία για την ανασυγκρότηση της
κεντροαριστεράς αφορά μόνο τη μνημονιακή πτέρυγά της, η οποία είναι
μειονότητα στην κεντροαριστερά. Το εξόφθαλμο κενό πολιτικοκομματικής
εκπροσώπησης του κορμού της κεντροαριστεράς θα καλυφθεί μόνο όταν
εκφρασθούν ιδεολογικοπολιτικά οι βασικές κοινωνικοοικονομικές ανάγκες
της εκλογικής της βάσης.
ΠΗΓΗ: Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα Πρώτο Θέμα την Κυριακή 7 Σεπτεμβρίου 2014 – http://www.protothema.gr, μέσω "mignatiou" Sibilla"
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Το ιστολόγιο είναι ανοιχτό σε οποιονδήποτε σχολιασμό, αρκεί να μην είναι απρεπής. Τα αισχρόλογα θα διαγράφονται άμεσα.