Αναμφισβήτητα οι αρχαίοι Έλληνες ήταν οι πρώτοι, που μίλησαν για τον ένα Θεό.
Ιδέες όπως: Λόγος, Θεός, αθανασία, ψυχή, λύτρωση, αγιότητα, βασιλεία των ουρανών δεν συναντώνται μόνο στα χριστιανικά κείμενα αλλά πολύ νωρίτερα και στην αρχαία ελληνική γραμματεία.
Σε πολλά αρχαία κείμενα εμπεριέχονται Θείες αποκαλύψεις, όπως στη Θεογονία του Ησίοδου, στα Ερμητικά κείμενα και στα Ορφικά. Από τον Πυθαγόρα, τον Αναξίμανδρο, τον Παρμενίδη μέχρι το Σωκράτη, τον Πλάτωνα και τον Αριστοτέλη μιλούσαν για Αυτόν, τον οποίο θεωρούσαν αιτία της δημιουργίας του κόσμου.
«Άπειρον, καθαρή ενέργεια, μονάδα, ο Ον» ήταν ονόματα-χαρακτηρισμοί που συνόδευαν στην Αρχαία Ελλάδα το όνομα του Θεού.
Αρχαία Ελλάδα
Στα πανάρχαια ερμητικά κείμενα που μιλούν για τον έναν Θεό, απαντάμε λέξεις όπως «άγιος», «λόγος Θεού», «θείος έρως», «ψυχή», «θεία πρόνοια» αλλά γίνονται και αναφορές στην τριαδική υπόσταση του Θεού.
Ο Αριστοτέλης λέει ότι ο Θεός είναι πηγή ζωής και καθαρή ενέργεια: «Η γαρ νου ενέργεια ζωή, εκείνος δε ενέργεια. Ενέργεια δε η καθ’αυτή εκείνου ζωή αρίστη και αίδιος», «Ώστε ζωή και αιών συνεχής υπάρχει τω Θεώ».
Ο Πλάτων μέσω του Τιμαίου μας λέει ότι ο Θεός είναι ποιητής ουρανού και γης, όπως ακριβώς ισχυρίζεται και η Ορθοδοξία: «Τον μεν ουν ποιητήν και πατέρα τούδε του παντός ευρείν τε έργον και ευρόντα εις πάντας, αδύνατον λέγειν» (Πλάτων, Τίμαιος 5,25,Γ).
Η ορθοδοξία λέει ότι ούτε φύλλο δεν πέφτει από ένα δέντρο, εάν δεν το θέλει ο Θεός. Το ίδιο δίδαξε και ο Σωκράτης και έπειτα ο Πλάτωνας. «Ο μεν δη Θεός ώσπερ και ο παλαιός λόγος, αρχήν τε και τελευτήν και μέσα των όντων απάντων έχων» (νόμοι Δ, 715.ε).
Ο Θεός για τους χριστιανούς είναι αλάνθαστος. Το ίδιο υποστήριζαν και στην Αρχαία Ελλάδα: «Μηδένα γαρ είναι σοφόν αλλ’ ή Θεού» (Διογένης Λαέρτιος, Βίοι φιλοσόφων Α,12)
Θαλής ο Μιλήσιος: «Πρεσβύτερον των όντων Θεός. Αγέννητον γαρ» Ο Θεός είναι αγέννητος, όπως υποστηρίζει και η Ορθοδοξία.
Την αθανασία της ψυχής είναι κάτι που επίσης υποστηρίζει η ορθόδοξη πίστη. «Οπότε δή το αθάνατον και αδιάφθορον εστί, άλλο τι ψυχή εί (…)Επίοντος αρά θανάτου επί τον άνθρωπον το μεν θνητόν, ως έοικεν, αυτού αποθνήσκει, το δ’ αθάνατον σων και αδιάφθορον οίχεται απιόν, υπεκχωρήσαν τω θανάτω» (Πλάτων, Φαίδων 106ε). Στο διάλογο Φαίδων περιγράφονται οι τελευταίες ώρες του Σωκράτη, ο οποίος εξηγεί για την αθανασία της ψυχής.
Μετά από αυτά βέβαια θα μπορούσε να ισχυριστεί κάποιος ότι ο χριστιανισμός αντέγραψε την ελληνική φιλοσοφία μετατρέποντας της σε μια νέα θρησκεία. Πράγματι το εθιμοτυπικό των Ελλήνων μεταφέρθηκε και εντός Χριστιανισμού.
Ο ερχομός του Χριστού,, είχε προφητευτεί, ωστόσο, βάσει αρχαίων κειμένων από Έλληνες αναζητητές της αλήθειας, δηλαδή φιλοσόφους, με περισσότερες μάλιστα λεπτομέρειες απ’ ότι στην Παλαιά Διαθήκη.
Οι μαθητές δε του Ιησού (Ιησούς από την λέξη ίαση, ἰάομαι- ἰῶμαι, γιατρεύω, όπως γιάτρευε πληγέντες σύμφωνα με το Ευαγγέλιο και όχι από το Jeshua) ήταν πλην Ιούδα (καταγωγή από την Ιουδαία) ελληνικής καταγωγής από την Γαλιλαία των ελληνικών πόλεων (προέρχεται από τις ελληνικές λέξεις γῆ – γᾶ “στην δωρική διάλεκτο το η μετατρέπεται σε α” + λιλαίομαι {επιθυμώ}, άρα επιθυμητή γη).
Ας δούμε όμως ορισμένα παραδείγματα:
Ο Άγιος Αθανάσιος διετέλεσε για πολλά χρόνια διευθυντής της Βιβλιοθήκης της Αλεξάνδρειας, όπου υπήρχαν πολλά αρχαία κείμενα. Είχε λοιπόν τη δυνατότητα πρόσβασης μεταξύ των άλλων στα γραπτά που προέρχονταν από τον ναό του «αγνώστου Θεού» στην Αθήνα.
Αγία Αικατερίνη, η Ελληνίδα φιλόσοφος
Αποκαλυπτική είναι και η ιστορία της Αγίας Αικατερίνης, της πάντοτε καθαρής, όπως ομολογεί το όνομά της (αει+καθ\τ\αρίνα), στις αρχές του 4ου αιώνα μ.Χ., στην Αλεξάνδρεια.
Αφού δήλωσε στον αυτοκράτορα Μαξιμίνο την ελληνική μόρφωσή της (ήταν άριστη γνώστης της ελληνικής κλασσικής γραμματείας) αλλά και την πίστη της στο Χριστό χρησιμοποίησε τις αρχαιοελληνικές προφητείες από τις Σύβιλλες και ανέτρεψε τα επιχειρήματα των 50 ρητόρων που είχε επιστρατεύσει ο τότε αυτοκράτορας, για να την μεταπείσει.
Αρχικά, απευθυνόμενη στον αυτοκράτορα, είπε: «βασιλιά μου, έπρεπε να γνωρίζεις ότι οι θυσίες σου απευθύνονται σε είδωλα φθαρτών ανθρώπων και όχι σε πραγματικούς θεούς.
Αυτό υποστηρίζει και ο διαλεκτικός φιλόσοφος Διόδωρος όταν λέει ότι κάποιους ανθρώπους οι συνάνθρωποί τους ονόμασαν θεούς και τους περιέβαλαν με το αξίωμα της αθανασίας, ενώ κάποιους άλλους που επέδειξαν ανδρεία ή κάποια αρετή τους τίμησαν με αδριάντες και αγάλματα.
Αργὀτερα δε τους θεώρησαν θεούς και επινόησαν θυσίες, τιμές και πανηγύρια, πράγμα που καταδικάζει και ο Πλούταρχος, όταν λέει ότι εισήγαγαν την πλάνη των ειδώλων». Έπειτα ήρθε αντιμέτωπη με τον επικεφαλής των 50 ρητόρων, του οποίου το βασικό επιχείρημα ήταν το ότι κανένας παλαιός σοφός δεν κάνει λόγο για τον Εσταυρωμένο Ιησού και τη θεότητα του, αντέκρουσε η Αγία Αικατερίνη αντλώντας μαρτυρίες απ τους προ Χριστού σοφούς και ποιητές.
Έτσι επικαλέστηκε τη μαρτυρία της σοφής Σίβυλλας, που είχε πει:
«Κάποτε θα έρθει στην πολύπαθη γη κάποιος αναμάρτητος και με τους όρους της θεότητας θα λυτρώσει τον άνθρωπο από τη φθορά. Ο άπιστος όμως λαός θα τον φθονήσει και θα τον κρεμάσει ως κατάδικο θανάτου. Κι όλα αυτά θα τα υπομείνει με πραότητα».
Στη συνέχεια ανέφερε τη μαρτυρία κάποιου γνωστού στους ρήτορες μάντη Απόλλωνα: «Ένας ουράνιος με πιέζει που είναι φως τριλαμπές. Αυτός δε που θα υποστεί τα πάθη, Θεός είναι, χωρίς να πάθει τίποτα η θεότητά του, διότι είναι συγχρόνως θνητός και αθάνατος. Αυτός είναι Θεός και άνδρας παίρνοντας όλα τα ανθρώπινα χαρακτηριστικά από θνητή γυναίκα ».
Είχε προηγηθεί ωστόσο έντονη λογομαχία μεταξύ των δύο:
Ρήτορας: «Πρώτα πρώτα ο Όμηρος, όταν προσεύχεται στον Δία, τον χαρακτηρίζει πολυδοξασμένο, αθάνατο. Ο Ορφέας ευχαριστεί τον Απόλλωνα και τον αποκαλεί βασιλιά, παντεπόπτη…
Οπότε κι εσύ μην απατάσαι και λατρεύεις θεό έναν εσταυρωμένο, τον οποίο κανένας από τους σοφούς μας ούτε σοφό τον ονόμασε, ούτε και ήξερε αν ήταν θεός».
Αικατερίνη: «Παραδέχομαι ότι αυτά που ανέφερες τα είπαν οι ποιητές. Όμως λένε κι άλλα. Ο Όμηρος, για παράδειγμα, αποδίδει στον πατέρα των θεών σας πολλά ελαττώματα, αφού τον λέει ψεύτη, διεστραμμένο, πανούργο και απατεώνα, ενώ γράφει πως λίγο έλειψε να τον έδενε η Ήρα, ο Ποσειδών και η Αθηνά. Ο Ορφέας επίσης καταλογίζει μεγάλη ανοησία και φαντασιοπληξία σε όσους λατρεύουν αυτούς τους θεούς. Αλλά και ο Σοφοκλής προσθέτει: “Υπάρχει Θεός, που δημιούργησε το σύμπαν. Εμείς οι θνητοί θεσμοθετήσαμε και κατασκευάσαμε αγάλματα θεών από ξύλο, πέτρα ή χρυσό. Και ορίσαμε θυσίες σ’ αυτούς, θεωρώντας όλα αυτά ως εκδήλωση σεβασμού και λατρείας”» (σ.σ. Οι Αρχαίοι Έλληνες κατά κανόνα τιμούσαν τους «θεούς» -θεός εκ της λέξεως θέω, τρέχω- ως ευεργέτες των ανθρώπων, όπως τιμούνται σήμερα οι άγιοι. Δεν τους λάτρευαν. Βέβαια υπήρχαν και περιπτώσεις, όπου ιερείς ξεγελούσαν ανυποψίαστους πολίτες, παρουσιάζοντας τους «θεούς» σαν θρησκεία για να παίρνουν χρήματα από δωρεές).
Τέλος έχει διασωθεί ο λόγος της Σίβυλλας Τιμπουρτίνας, η οποία αναφέρει: ἐγερθήσεται γὰρ γυνὴ Ἑλληνὶς ἐκ τῆς Ἐβραΐδος χώρας ὀνόματι Μαρία καὶ τέξεται ὑιόν καὶ καλέσουσι τὸ ὂνομα αὐτοῦ Ιησούν.
Το συμπέρασμα που βγαίνει είναι ότι οι Έλληνες, με τόσες μαρτυρίες που ευτυχώς σώζονται μέχρι τις ημέρες μας και δεν κάηκαν με άλλα γραπτά κειμήλια του Ελληνισμού από δήθεν χριστιανούς, γνώριζαν με κάθε λεπτομέρεια την έλευση του Ιησού και γι’ αυτό Τον αποδέχθηκαν.
Πηγή : thesecretrealtruth.blogspot.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Το ιστολόγιο είναι ανοιχτό σε οποιονδήποτε σχολιασμό, αρκεί να μην είναι απρεπής. Τα αισχρόλογα θα διαγράφονται άμεσα.